Η αρκούδα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη:
Στην Ευρώπη οι δύο τελευταίοι αιώνες, στάθηκαν αρκετοί για να μειωθούν κατά 50% οι πληθυσμοί της και κατά 60% ο βιότοπός της!
Η καφέ αρκούδα εξαφανίστηκε από τη Δανία πριν 5.000 χρόνια περίπου, από τη Μ. Βρετανία τον 10ο αιώνα και από τη Γερμανία, Ελβετία και Αυστρία τους 18ο, 19ο και 20ο αιώνες αντίστοιχα.
Σήμερα, στην Ευρώπη η καφέ αρκούδα ζει σε μικρούς αποκομμένους πληθυσμούς και θεωρείται πλέον επίσημα είδος υπό εξαφάνιση στην δυτική, κεντρική και νότια Ευρώπη.
Βασικά αίτια γι'αυτή την κρίσιμη κατάσταση, το κυνήγι -που απαγορεύθηκε μόλις πριν 3 δεκαετίες στην Ελλάδα - και η συνεχιζόμενη καταστροφή του βιότοπου δηλαδή του απαραίτητου φυσικού χώρου όπου η αρκούδα επιτελεί όλες τις λειτουργίες του βιολογικού της κύκλου.
Η κατάσταση για το μέλλον του είδους στην δυτική και νότια Ευρώπη είναι κρίσιμη : στην Γαλλία σκοτώθηκε το 2004 από λαθροκυνηγούς η τελευταία θηλυκή αρκούδα στα δυτικά Πυρηναία με αποτέλεσμα το είδος να θεωρείται πλέον εκλιπόν. Στα Κεντρικά και Ανατολικά Πυρηναία η συστηματική και μακρόχρονη προσπάθεια για επανεισαγωγή του είδους αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, ωστόσο τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός στην περιοχή φαίνεται να ανακάμπτει αργά αλλά σταθερά. Στην Ισπανία (Αν. Καταβρηγικά όρη) ζουν μόνο 13-20 αρκούδες ενώ στην Β. Ιταλία και συγκεκριμένα στην περιοχή του Trentino (Δολομιτικές Άλπεις) έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου 10 χρόνια ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο την επανεισαγωγή και διάσωση του είδους. Σήμερα οι αρκούδες έχουν φτάσει τις 25 και οι προοπτικές ανάκαμψης του πληθυσμού αρκούδας στο Trentino είναι ενθαρρυντικές.
Στην Ελλάδα και σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από τρία κοινοτικά Προγράμματα LIFE "ΑΡΚΤΟΣ" (α' κ& β' φάσεις) (1994-1999) και LIFE "Γράμμος-Ροδόπη» (2000-2002) για τη διατήρηση της αρκούδας στην χώρα μας, αλλά και το πρόγραμμα συστηματικής παρακολούθησης του πληθυσμού στην Ανατολική Πίνδο (2003-2008) με αφορμή την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, το ελάχιστο μέγεθος του πληθυσμού υπολογίσθηκε σε 190-260 ζώα περίπου, με τάσεις ανάκαμψης σε ορισμένες περιοχές της Πίνδου. Η γεωγραφική κατανομή της αρκούδας καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της οροσειράς της Πίνδου με τα παρακλάδια της καθώς και την οροσειρά της Ροδόπης σε μια συνολική έκταση περίπου 13.500 τετ. χλμ. (δηλ. ~ το 10% της επικράτειας) Οι δύο πυρήνες κατανομής δεν επικοινωνούν γεωγραφικά μεταξύ τους. Η χώρα μας φιλοξενεί το 50% του πληθυσμού καφέ αρκούδας στη δυτική και νότια Ευρώπη.
Την τελευταία δεκαπενταετία 1995-2010 παρατηρούνται συστηματικά περιπτώσεις επανεμφάνισης (ή επαν-αποίκησης) της αρκούδας σε περιοχές όπου είχε εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες και ειδικά στον ορεινό άξονα της Νότιας Πίνδου αλλά και σε άλλους ορεινούς όγκους όπως: Βόρας, Πάϊκο, Βέρμιο, Ανατ. Χάσια, Κάτω Όλυμπος. Για ένα μεγάλο θηλαστικό όπως η αρκούδα, η επαναποίκηση περιοχών, θεωρείται φαινόμενο απόλυτα φυσιολογικό που εξελίσσεται αργά και έχει επιστημονική βάση και εξήγηση. Προκύπτει μέσω του «μηχανισμού» της γεωγραφικής διασποράς ( dispersal ) και μπορεί να συνδέεται άμεσα και με τις ακόλουθες συνθήκες:
- μία πληθυσμιακή ανάκαμψη του είδους που μπορεί να συμβαίνει και σε τοπική κλίμακα
- τις οικολογικές απαιτήσεις ( ecological requirements ) του είδους: η μεγάλη κινητικότητα καθώς και οι αυξημένες απαιτήσεις της σε ζωτικό χώρο και τροφή.
- τη γεωγραφική σύνδεση κατάλληλων συνθηκών βιότοπου (συνεχόμενο και έντονο ανάγλυφο σε συνδυασμό με σχετικά συμπαγή δασοκάλυψη υψηλά τροφικά διαθέσιμα κλπ) που ευνοούν τη διασπορά.
Πέραν όμως από την αισιόδοξη πλευρά του ζητήματος υπάρχει και η άλλη πλευρά που δυστυχώς από ότι φαίνεται δεν ευνοεί πολύ αφενός την επαν-εγκατάσταση της αρκούδας στις «νέες» περιοχές και αφετέρου την επιβίωση του είδους σε περιοχές μόνιμης παρουσίας της. Αν και υπό απόλυτο καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα από το 1969, αν και είδος προτεραιότητας σύμφωνα με την Κοινοτική νομοθεσία (Κ.Ο. 92/43 «Περί Οικοτόπων και ειδών χλωρίδας και πανίδας») , η αρκούδα απειλείται από το παράνομο κυνήγι και τα δηλητηριασμένα δολώματα. Συστηματικά στοιχεία για την περίοδο 1994-2007 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί καφέ αρκούδας στη χώρα μας επιβαρύνονται κατά μέσο όρο ετησίως με απώλειες της τάξης του 8% του ελάχιστου πληθυσμού!
Η κατάσταση είναι ανησυχητική αν συγκριθεί με το ανώτατο "επιτρεπτό" όριο επιβάρυνσης ενός φυσικού πληθυσμού αρκούδας που είναι 4%.
Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι μόνο στο διάστημα (1998-2010) έχουν καταγραφεί είκοσι πέντε (25) περιστατικά θανάτωσης αρκούδων σε τροχαία δυστυχήματα στους κύριους οδικούς άξονες της βορειοδυτικής Ελλάδας (10 μόνο το 2009)! Αυτό αποδεικνύει πόσο μεγάλο πρόβλημα θνητότητας αποτελούν για την πανίδα οι μεγάλοι οδικοί άξονες ταχείας κυκλοφορίας πέραν του προβλήματος της κατάτμησης των βιοτόπων που προκαλούν.
Για τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την εξάπλωση των μεγάλων σαρκοφάγων στην Ευρώπη επισκεφτείτε την σελίδα της Eυρωπαϊκής Ένωσης, όπου μπορείτε να κατεβάσετε σε μορφή pdf το φυλλάδιο του LCIE στην έρευνα του οποίου συνετέλεσε η Καλλιστώ.
Επίσης μπορείτε να επισκεφτείτε την επίσημη βάση δεδομένων για την κατάσταση των 5 ειδών σαρκοβόρων σε Ευρώπη και Βαλκάνια που αποτελεί το αποτέλεσμα του προγράμματος του ΙΕΑ/LCIE όπου η Καλλιστώ είχε την ευθύνη για τα Βαλκάνια.
Τα βιολογικά Χαρακτηριστικά της αρκούδας:
Η αρκούδα έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή και όσφρηση και λιγότερο καλή όραση : βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μέτρων αλλά δεν είναι ικανή να διακρίνει άνθρωπο στα 300 μέτρα .
Το ύψος ενός ενήλικου ζώου στον τράχηλο μπορεί να φθάσει τα 1,10 μ ενώ το συνολικό μήκος από την άκρη της μουσούδας ως την πολύ μικρή ουρά κυμαίνεται από 1,70 - 2,20 μ.
Τα στοιχεία από ένα δείγμα 28 αρκούδων στην Ελλάδα στις οποίες έχει τοποθετηθεί ραδιοπομπός για ερευνητικούς σκοπούς δείχνουν ότι το ενήλικο θηλυκό ζυγίζει κατά μέσο όρο 106 κιλά (από 70 έως 148 κιλά μέγιστο) ενώ το ενήλικο αρσενικό είναι συνήθως πιο μεγαλόσωμο και το βάρος του κυμαίνεται από 110 έως 280 κιλά (μέσος όρος 195 κιλά).
Οι πιο μεγαλόσωμες αρκούδες του πλανήτη είναι η γιγαντιαία καφέ αρκούδα των νησιών Kodiak στην Αλάσκα και η πολική αρκούδα: το βάρος τους μπορεί να φθάσει αλλά και να ξεπεράσει τα 750 κιλά .
Το βάρος της αρκούδας δεν είναι ποτέ σταθερό. Το φθινόπωρο γίνεται μέγιστο εφόσον το ζώο έχει αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες λίπους για να καλύψει τις ανάγκες του κατά την περίοδο του χειμέριου λήθαργου ενώ την άνοιξη έχει το ελάχιστο μίας και όλο το λίπος έχει καταναλωθεί κατά την διάρκεια του χειμέριου λήθαργου.
Μία ιδιομορφία στη διάπλαση της αρκούδας είναι ότι βαδίζει πατώντας με όλο το πέλμα ειδικά στα πίσω πόδια (πελματοβάμων). Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να σταθεί όρθια στα δύο πόδια. Η στάση αυτή, που συχνά παρεξηγείται ως επιθετική, τη βοηθά στην πιο προσεκτική ανίχνευση του γύρω χώρου και παρατηρείται πιο συχνά στα θηλυκά όταν έχουν μικρά λόγω συνεχούς εγρήγορσης που συνδέεται με ένα πολύ ανεπτυγμένο μητρικό ένστικτο.
Η αρκούδα είναι πλαγιοβαδιστική, δηλ. μετακινεί τα δύο πόδια της ίδιας πλευράς σε κάθε βήμα, γεγονός που την κάνει να φαίνεται αργή και αδέξια. Στη πραγματικότητα όμως είναι πολύ ευέλικτη ενώ σε γρήγορες και ξαφνικές επιταχύνσεις μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι και 60 χλμ την ώρα! Έχει επίσης ιδιαίτερες δεξιότητες αναρρίχησης. Σε αυτό βοηθούν η μεγάλη μυϊκή της δύναμη και τα πολύ ανεπτυγμένα και δυνατά νύχια της.
Η αρκούδα ζει γύρω στα 20 με 25 χρόνια. Ζώο με εξαιρετική ευφυΐα, θεωρείται το πιο έξυπνο θηλαστικό μετά τα πρωτεύοντα (τους πιθήκους), τον ελέφαντα και τα δελφίνια! Έχει πολύ καλή μνήμη, ικανότητα προγραμματισμού και σύνεση.
Αναπαραγωγή:
Η εποχή του ζευγαρώματος (από μέσα Μαΐου μέχρι μέσα Ιουλίου) είναι η μόνη κοινωνική φάση στη συμπεριφορά της αρκούδας καθώς τα ενήλικα ζώα ψάχνουν για το ταίρι τους. Τη περίοδο αυτή τα αρσενικά είναι ικανά να διανύσουν πολύ μεγάλες αποστάσεις (της τάξης των δεκάδων έως και εκατοντάδων χιλιομέτρων) σε αναζήτηση θηλυκής συντρόφου σε οίστρο.
Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται από την εξαιρετική πτητικότητα των οιστρογόνων ουσιών (φερόμενες) του θηλυκού καθώς και από την εξαιρετικά ανεπτυγμένη όσφρηση του ζώου.
Αν και η γονιμοποίηση του ωαρίου γίνεται την εποχή του ζευγαρώματος (δηλ. Μάιο με Ιούλιο) η πραγματική ανάπτυξη του εμβρύου δηλ. η πραγματική εγκυμοσύνη αρχίζει προς τα τέλη του φθινοπώρου δηλ. 5 μήνες αργότερα!
Επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι το γονιμοποιημένο ωάριο πέφτει σε λανθάνουσα κατάσταση.
Η αναβολή της πραγματικής εγκυμοσύνης αποτελεί έναν από τους αξιοθαύμαστους μηχανισμούς προσαρμογής της αρκούδας στις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος. Η εγκυμοσύνη καθυστερεί τόσο ώστε το θηλυκό να προλάβει πρώτα να συσσωρεύσει αρκετό λίπος μέσω της τροφής έτσι ώστε να μπορεί να θρέψει τον εαυτό της, τα αναπτυσσόμενα έμβρυα αλλά και τα πολύ ευάλωτα νεογνά που θα γεννηθούν στο καταχείμωνο μέσα στη φωλιά.
Σε περίπτωση που η ποσότητα ή ποιότητα φυσικής τροφής του δάσους δεν είναι ικανοποιητική, φαινόμενο αρκετά συχνό, τότε το έμβρυο αποβάλλεται και η εγκυμοσύνη διακόπτεται. Ένα θηλυκό είναι ικανό να αναπαραχθεί από την ηλικία των 4-5 ετών και η συνολική περίοδος γονιμότητάς του δεν ξεπερνά τα 15-20 χρόνια.
Οι πιθανότητες θανάτου των νεογνών από φυσικά αίτια κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους είναι πολύ μεγάλες (φτάνουν το 50%) . Εάν προστεθεί σε αυτό και ένα 25% θνησιμότητας που αποδίδεται σε ανθρωπογενή αίτια τότε βάσει όλων των παραπάνω στοιχείων εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο αριθμός των αρκούδων που ενηλικιώνονται είναι πολύ μικρός και ότι η αύξηση του πληθυσμού τελικά δεν είναι καθόλου εύκολη.
Η αρκούδα γεννάει στα μέσα του χειμώνα σε αντίθεση με όλα τα άλλα ανώτερα θηλαστικά. Η φωλιά της ετοιμόγεννης θηλυκής αρκούδας είναι ιδιαίτερα προφυλαγμένη και ειδικά διαμορφωμένη με ένα άνετο στρώμα από φύλλα, κλαδιά, ξερά χόρτα και μούσκλια που λειτουργούν ως τέλεια μονωτικά. Συνήθως η στενή είσοδος της φωλιάς σφραγίζεται με χιόνι και στο εσωτερικό της επικρατεί ένα μικροκλίμα. Η ζεστή αγκαλιά του θηλυκού και ολόκληρη η φωλιά λειτουργούν σαν θερμοκοιτίδα για τα νεογνά που ζυγίζουν μόλις 350- 400 γραμμάρια και είναι τυφλά και χωρίς τρίχωμα!
Πολύ συχνά η ίδια φωλιά με λίγες μόνον επισκευές χρησιμοποιείται από ολόκληρες γενιές θηλυκών από μάνα σε κόρη. Η ανάπτυξη των νεογνών είναι ταχύτατη και αυτό χάρις στην πολύ υψηλή θρεπτική αξία του μητρικού γάλακτος. Μέχρι τα πρώτα τους γενέθλια το βάρος των μικρών μπορεί να έχει πολλαπλασιαστεί έως και 50 φορές!
Τα αρκουδάκια μένουν κοντά στη μητέρα τους για 1,5-2 χρόνια. Το θηλυκό αναλαμβάνει εξολοκλήρου την ανατροφή τους. Το αρσενικό δεν μετέχει καθόλου στο μεγάλωμα των μικρών, αντίθετα μπορεί να φανεί και επικίνδυνο σκοτώνοντάς τα μερικές φορές! Τα μικρά είναι ικανά να ακολουθήσουν την μητέρα τους στο δάσος την πρώτη κιόλας άνοιξη, δηλ. 3-4 μήνες μετά την γέννα, και θα μάθουν από αυτήν όλους τους απαραίτητους μηχανισμούς επιβίωσης: πώς να αναγνωρίζουν την τροφή τους, πώς να την αναζητούν και να την εντοπίζουν, πώς να την αξιοποιούν με τον πιο "αποδοτικό" τρόπο.
Η φάση εκμάθησης των νεογνών κοντά στην μητέρα είναι ζωτικής και καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα φάση ανεξαρτητοποίησης των μικρών. Σε περίπτωση που διαταραχθεί και διακοπεί (με φόνο της μητέρας από λαθροκυνηγούς ή άλλα ανθρωπογενή αίτια) ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο εκμάθησης, είναι πολύ πιθανόν τα μικρά να μην επιβιώσουν.
Έρευνες στην περιοχή της Ροδόπης με την μέθοδο της τηλεμετρίας και την παρακολούθηση μιας θηλυκής αρκούδας με τα δύο μικρά της επί δύο χρόνια (2000-2002) , έδειξαν ότι το θηλυκό όταν ήταν με τα μικρά του διένυσε πολλαπλάσιες αποστάσεις και χρειάστηκε τριπλάσιο ζωτικό χώρο από ότι όταν βρέθηκε μόνο του στη συνέχεια. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μάλιστα το ένα από τα δύο μικρά χάθηκε, ενώ σε περιόδους έντονης και διάχυτης κυνηγετικής δραστηριότητας στην περιοχή, θήρας τα στοιχεία τηλεμετρίας έδειξαν ότι το θηλυκό με το άλλο μικρό έκαναν συστηματικές μετακινήσεις για να αποφύγουν την όχληση από το κυνήγι.
Διαπιστώνουμε λοιπόν στην περίπτωση της αρκούδας πόσο επισφαλής είναι η διαιώνιση του είδους αν λάβουμε υπόψη όλους τους «ευαίσθητους» παράγοντες που καθορίζουν την φάση της αναπαραγωγής αλλά και της ανατροφής και "εκπαίδευσης" των μικρών.
Χειμέριος λήθαργος:
Ο χειμέριος λήθαργος είναι ένας άλλος μηχανισμός προσαρμογής της αρκούδας στις αντίξοες συνθήκες του χειμώνα. Η ακούσια επιβράδυνση του μεταβολισμού λόγω κατάστασης λήθαργου ελαττώνει τις καύσεις και μειώνει τις τροφικές ανάγκες της αρκούδας. Παράλληλα, το ισοθερμικό μικροπεριβάλλον της φωλιάς βοηθάει στην θερμορύθμιση μειώνοντας στο ελάχιστο τις απώλειες θερμότητας του σώματος του ζώου. Ο χειμέριος λήθαργος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο αξιοθαύμαστες φάσεις του βιολογικού της κύκλου και διαφέρει ουσιαστικά από την γνωστή χειμερία νάρκη που χαρακτηρίζει άλλα είδη θηλαστικών (όπως τον σκαντζόχοιρο, τον μυωξό, τον σπερμόφιλο κλπ).
Οι βασικότερες διαφορές είναι:
Κατά την χειμέρια νάρκη : η θερμοκρασία του σώματος του ζώου πλησιάζει την θερμοκρασία περιβάλλοντος (σχεδόν στους 0 β. Κελσίου).
Η καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός ελαττώνονται δραματικά. Στη περίπτωση του σπερμόφιλου π.χ. οι παλμοί περνούν από 350/λεπτό σε 3-4/λεπτό κατά τη χειμέρια νάρκη (ελάττωση κατά 95%).Το ζώο ξυπνά κατά διαστήματα για να αποβάλλει (ούρα και κόπρανα).
Κατά τον χειμέριο λήθαργο : η θερμοκρασία του σώματος της αρκούδας ελαττώνεται κατά 1-2 βαθμούς περίπου σε σχέση με την κανονική (38 β. Κελσίου).
Οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός δεν ελαττώνονται δραματικά. Από 52 παλμούς/λεπτό περνούν στους 24/λεπτό σε κατάσταση λήθαργου (δηλ. ελάττωση κατά 43%).Το επίπεδο εγρήγορσης είναι υψηλότερο απ' ότι στην προηγούμενη κατηγορία, γι' αυτό και η αρκούδα ξυπνάει πολύ εύκολα όταν ενοχληθεί στη φωλιά της. Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη ευαισθησία της αρκούδας διότι:
- δύσκολα ξαναπέφτει σε λήθαργο
- στη χειμερινή περιπλάνησή της δύσκολα ξαναβρίσκει τροφή με αποτέλεσμα να καταναλώνει νωρίτερα το αποθηκευμένο λίπος της
- να γίνεται πιο δύσκολη η επιβίωσή της την άνοιξη που υπάρχει λιγοστή φυσική τροφή.
Οι πρώτες χιονοπτώσεις και οι χαμηλές θερμοκρασίες είναι τα καθοριστικά εξωτερικά ερεθίσματα που ωθούν την αρκούδα στην αναζήτηση της χειμερινής φωλιάς. Ωστόσο έχουν παρατηρηθεί στα μέσα του χειμώνα περιπτώσεις επαναδραστηριοποίησης της αρκούδας (κυρίως ενήλικων ατόμων) είτε λόγω ενόχλησης από το κυνήγι είτε λόγω παροδικής επιρροής ευμενών καιρικών συνθηκών. Είναι πάντως βέβαιο ότι φωλιάζουν και ακινητοποιούνται πλήρως τα ετοιμόγεννα θηλυκά.
Κατά το χειμέριο λήθαργο η αρκούδα δεν καταναλώνει ούτε τροφή ούτε νερό και δεν αποβάλλει ούτε ούρα ούτε κόπρανα!
Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έχει προσελκύσει το επιστημονικό και ιατρικό ενδιαφέρον καθότι η αρκούδα είναι το μόνο ζώο που λειτουργεί σε «κλειστό κύκλωμα» κατά την φάση αυτή, κατορθώνοντας με κάποιους μηχανισμούς, που αποδίδονται μάλλον σε ορμονικούς παράγοντες, να ανακυκλώνει τα τοξικά απόβλητα του οργανισμού της μετατρέποντάς τα εκ νέου σε απλούστερες ενώσεις και θρεπτικές ουσίες χωρίς κανένα σύμπτωμα τοξαιμίας!
Το φαινόμενο αυτό ανοίγει νέους ορίζοντες στην ιατρική αλλά και διαστημική έρευνα! Με την ανακάλυψη αυτών των μηχανισμών η θεραπεία της νεφρικής ανεπάρκειας αλλά και η επιβίωση πληρωμάτων σε διαπλανητικά ταξίδια μεγάλης διάρκειας θα είναι ίσως εφικτά!
Η διάρκεια του χειμερίου λήθαργου επηρεάζεται άμεσα από τις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις της ατμόσφαιρας και είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το γεωγραφικό πλάτος κατανομής του είδους. Έτσι, στα βόρεια κλίματα με τους δριμείς χειμώνες είναι παρατεταμένη (6 μήνες για τους πληθυσμούς της Σκανδιναβίας), ενώ νοτιότερα όπου επικρατούν πιο ήπιοι χειμώνες είναι μικρότερης διάρκειας (2-3 μήνες για τους πληθυσμούς της νότιας Ευρώπης).
Στην Ελλάδα υπολογίστηκε (με την μέθοδο της τηλεμετρίας) ότι η μέση διάρκεια του χειμέριου ύπνου ήταν 84 ημέρες . Ωστόσο η διάρκεια του χειμέριου ύπνου δεν ισχύει εξίσου για όλες τις αρκούδες.
Τροφικές συνήθειες :
ένας εκλεκτικός "οπορτουνιστής"
Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης (κατά 85%) και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο και τη δύναμή της.
Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες, και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιό της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και χελώνες.
Η δυσκολότερη περίοδος για την αρκούδα είναι ή άνοιξη όταν επανέρχεται από τον χειμέριο λήθαργο έχοντας χάσει το 30% του βάρους της. Την άνοιξη οι καρποί του δάσους είναι ανύπαρκτοι καθώς δεν έχει αρχίσει ακόμη η καρποφορία οπωροφόρων δένδρων και θάμνων. Έτσι η αρκούδα για να αναπληρώσει αναζητά άλλες συμπληρωματικές τροφικές πηγές που είναι διαθέσιμες και θρεπτικές εκείνη την εποχή όπως : χόρτα, βολβούς, ρίζες, μυρμήγκια κλπ . Την εποχή αυτή αρχίζουν και οι πρώτες επισκέψεις σε μελισσοκομικές μονάδες και κοπάδια. Πολύ ευνοϊκές συνθήκες τροφής για την αρκούδα αποτελούν επίσης και οι μικρές καλλιέργειες δημητριακών (σιτάρι, καλαμπόκι), ψυχανθών (τριφύλλι) καθώς και οπωροφόρων (συστηματικές ή όχι). Η διάταξη των παραπάνω σε γειτνίαση με το δάσος αποτελούν τον ιδανικότερο συνδυασμό τροφής και κάλυψης για την αρκούδα στην Πίνδο.
Πολλές φορές την άνοιξη, εκτός από άφθονα χόρτα και βολβούς η αρκούδα τρώει και καρπούς της προηγούμενης χρονιάς (όπως αγριόμηλα, άγρια αχλάδια, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, βελανίδια κλπ) που έχουν διατηρηθεί από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, βρίσκοντας έτσι ένα σωτήριο τροφικό υποκατάστατο.
Το φθινόπωρο είναι σίγουρα η εποχή που η αρκούδα «αφιερώνει» τον περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση και κατανάλωση τροφής. Είναι η λεγόμενη φάση της «υπερφαγίας» Δύο είναι οι βασικοί λόγοι :
α. η αφθονία και η μεγάλη ποικιλία των φθινοπωρινών καρπών του δάσους και β. η ανάγκη δημιουργίας αποθεμάτων λίπους για την επερχόμενη περίοδο του χειμέριου λήθαργου, οπότε η αρκούδα δεν τρέφεται.
Οι πιο κατάλληλοι καρποί για την δημιουργία αποθεμάτων λίπους είναι τα βελανίδια και οι καρποί της οξιάς. Η αφθονία τους ακολουθεί τριετείς ή τετραετείς κύκλους.
Χάρη στην πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης η αρκούδα είναι ικανή να εντοπίζει τους καρπούς του δάσους στο πιο θρεπτικό στάδιο ωρίμανσής τους. Είναι γνωστό ότι οι ώριμοι καρποί εκπέμπουν κάποιες χαρακτηριστικές μυρωδιές που μόνο η πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση ορισμένων ζώων είναι ικανή να τις εντοπίσει.
Τα αποτελέσματα από την μελέτη και ανάλυση των τροφικών συνηθειών της αρκούδας (ανάλυση 1.500 περιττωμάτων) έδειξαν ότι το διαιτολόγιο της αρκούδας στην Ελλάδα συνθέτουν όχι λιγότερα από 67 είδη φυτικών και ζωικών οργανισμών.
Αυτό δείχνει μία αξιοσημείωτη τροφική ευελιξία και αποτελεί έναν επίσης σημαντικό μηχανισμό προσαρμογής της αρκούδας, στις συνθήκες του περιβάλλοντος που καθορίζουν τη διαθεσιμότητα των τροφικών πηγών.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά στην τροφική συμπεριφορά της αρκούδας είναι ότι με τη σύσταση του διαιτολογίου και την κινητικότητα που την χαρακτηρίζουν, η αρκούδα λειτουργεί ακούσια σαν φυσικός μεταφορέας-σπορέας φυτικών ειδών, μέσω των περιττωμάτων της, επηρεάζοντας έτσι την σύσταση της δασικής βλάστησης. Η φυτρωτικότητα των σπόρων από τους καρπούς που καταναλώνει η αρκούδα ενεργοποιείται με την διέλευσή τους από το πεπτικό σύστημα της αρκούδας.
Με άλλα λόγια η αρκούδα συμβάλλει έμμεσα στην ανάπτυξη θάμνων και μικρών δένδρων. Αποτέλεσμα είναι να πυκνώνει η χαμηλή βλάστηση του δάσους και έτσι από την αυξημένη πυκνότητα φυτών και ριζών να συγκρατείται καλύτερα το δασικό χώμα και το νερό της βροχής.
Αρκούδα : ένας δασόβιος οργανισμός
Η αρκούδα ζει σε εκτεταμένα μικτά ή και αμιγή δάση φυλλοβόλων (δρυς, οξιά κλπ) και κωνοφόρων (μαυρόπευκο, έλατο, ερυθρελάτη, ρόμπολο κλπ) της ορεινής και ημιορεινής ζώνης.
Η αρκούδα δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί όλους τους τύπους δασικής βλάστησης ανάλογα με την έκτασή τους αλλά ανάλογα με τη βιολογική τους αξία και αυτό σε σχέση με τις ανάγκες της στη διάρκεια του ετήσιου και βιολογικού κύκλου της (τροφή, καταφύγιο, αναπαραγωγή).
Με δεδομένο ότι ο παράγοντας "τροφή" είναι κυρίαρχος στον ετήσιο κύκλο της αρκούδας, η δομή και σύσταση της δασικής βλάστησης επηρεάζουν άμεσα τις κινήσεις της αρκούδας στο δάσος. Η αρκούδα δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τα δάση φυλλοβόλων (οξιάς, δρυός) σε αμιγή η μικτή μορφή και αυτό διότι αποτελούν σημαντικά αποθέματα τροφής. Σε ορισμένες περιοχές όμως ευνοείται πολύ από την συνύπαρξη μικρών αγροτικών καλλιεργειών που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με το δάσος. Είναι ίσως οι ιδανικές συνθήκες για κάλυψη και εύκολη άφθονη εποχιακή τροφή.
Είναι ζώο μονήρες και κινείται κυρίως το ξημέρωμα, το σούρουπο και το βράδυ.
Στη διάρκεια του ετήσιου κύκλου η δραστηριότητα της αρκούδας στην Ελλάδα κορυφώνεται στις αρχές του καλοκαιριού και το φθινόπωρο.
Οι δύο αυτές φάσεις φαίνεται να αντιστοιχούν στην αναπαραγωγική περίοδο (Ιούνιος-Ιούλιος) αφενός, καθώς και στην έντονη δραστηριότητα για αναζήτηση τροφής:
Παρατηρείται επίσης μία χαρακτηριστική κάμψη στη δραστηριότητα της αρκούδας στα μέσα του καλοκαιριού. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να αποδοθεί στην επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών (η αρκούδα λόγω όγκου και βάρους αποφεύγει τις μεγάλες μετακινήσεις με τις έντονες ζέστες) αλλά και στην πιο έντονη ανθρώπινη παρουσία στο δάσος που αποτελεί ταυτόχρονα και πρόσθετη πηγή όχλησης.
Η αρκούδα χρειάζεται ένα ελάχιστο ζωτικό χώρο για να επιτελέσει τις βιολογικές της λειτουργίες.
Επιστημονική έρευνα με εφαρμογή στη διατήρηση της αρκούδας:
Η χωρική συμπεριφορά της αρκούδας μελετήθηκε πολύ συστηματικά στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια σε ένα συνολικό δείγμα 28 ζώων με την μέθοδο της τηλεμετρίας και συγκεκριμένα σε 3 περιοχές: Γράμμο, Ροδόπη και Ανατ. Πίνδο (περιοχή Γρεβενών). Η τοποθέτηση του κολάρου-πομπού στο λαιμό του ζώου είναι μία λεπτή και πολύ δύσκολη επιχείρηση που προϋποθέτει την ακινητοποίηση και αναισθητοποίηση του ζώου. Η παρακολούθηση των αρκούδων με ραδιοπομπό γίνεται συνήθως για 1-2 χρόνια με την βοήθεια κατάλληλου εξοπλισμού (δέκτη-κεραίας) σε καθημερινή βάση από την επιστημονική ομάδα πεδίου. Τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία του εξοπλισμού έχει εξελιχθεί αλματωδώς και έτσι σήμερα στις περισσότερες αρκούδες οι επιστήμονες της Καλλιστώ χρησιμοποιούν ραδιοκολλάρα με σύστημα GPS/SMS. Οι ραδιοεντοπισμοί έρχονται με μήνυμα κινητής τηλεφωνίας κατευθείαν σε τερματικό ηλεκτρονικό υπολογιστή!
Από την τεχνική αυτή προκύπτει πληθώρα χρήσιμων στοιχείων για τις μετακινήσεις και κινήσεις της αρκούδας, για τη δραστηριότητά της, για το χώρο που χρησιμοποιεί και τις ανάγκες της χρειάζεται κλπ. Όλα αυτά τα στοιχεία χαρτογραφούνται με την βοήθεια ειδικού υπολογιστικού συστήματος γνωστό ως Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (ΓΣΠ).
Στην περίπτωση του Γράμμου, μελετήθηκαν με αυτή την μέθοδο 6 αρκούδες : 4 ενήλικες αρσενικές, μία νεαρή αρσενική και μία ενήλικη θηλυκή.
Τα αναλυτικά αποτελέσματα της ραδιοτηλεμετρίας των 6 αρκούδων έδειξαν ότι:
Οι αρσενικές αρκούδες διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις ημερησίως (κατά μέσο όρο 2,56 χλμ) σε σχέση με ένα ενήλικο θηλυκό που μετακινείται κατά μέσο όρο 1,5 χλμ την ημέρα. Οι εποχές που οι αρκούδες κινούνται περισσότερο διανύοντας μεγάλες αποστάσεις είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο. Οι μεγαλύτερες αποστάσεις που διανύθηκαν είναι 178 χλμ το φθινόπωρο και 189 χλμ την άνοιξη! Η μεγαλύτερη απόσταση που διένυσε αρκούδα μέσα σε μία ημέρα υπολογίστηκε σε 18 χλμ!
Φάνηκε επίσης ότι οι αρκούδες τόσο οι αρσενικές όσο και η θηλυκή (χωρίς μικρά) είναι περισσότερο δραστήριες το σούρουπο και την νύχτα.
Ο ζωτικός χώρος που χρειάζονται οι αρκούδες σε όλο τον ετήσιο κύκλο κυμαίνεται από 206 έως 507 τετ. χλμ. (δηλ. 206.000-507.000 στρέμματα!). Η μεγαλύτερη ανάγκη σε ζωτικό χώρο εντοπίζεται το φθινόπωρο όπου μία ενήλικη αρκούδα χρειάζεται περίπου 373 τετ.χλμ. για να βρει τροφή. Οι ζωτικοί χώροι των αρκούδων που μελετήθηκαν εμφάνισαν σημαντική γεωγραφική επικάλυψη.
Οι πληροφορίες αυτές χρησίμευσαν για την διαμόρφωση προτάσεων που κατέληξαν στον προσδιορισμό σημαντικών περιοχών για την αρκούδα στον ορεινό όγκο του Γράμου, γεγονός που διευκόλυνε και την ζώνωση της περιοχής με βασικό στόχο την διατήρηση του είδους. Το ίδιο συνέβη και στην περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης καθώς και στην περιοχή του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου.
Για να οριοθετήσει μία τόσο μεγάλη περιοχή όσο είναι η επικράτειά της και για να κάνει γνωστή τη παρουσία της (ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ζευγαρώματος), η αρσενική αρκούδα αφήνει χαρακτηριστικά σημάδια (από νυχιές ή δαγκωματιές) πάνω σε κορμούς δένδρων (στην πλειοψηφία τους κωνοφόρα αλλά και σε στύλους της ΔΕΗ και του ΟΤΕ) σε χαρακτηριστικά σημεία του δάσους (περάσματα). Αυτή η "σηματοδότηση" έχει εξελιχθεί σε ένα πολύπλοκο κώδικα επικοινωνίας. Το ύψος που αφήνονται τα σημάδια πληροφορεί και προειδοποιούν για την παρουσία, το μέγεθος και την ηλικία και άρα την ιεραρχική θέση του ζώου που τα άφησε.
Η μέθοδος της τηλεμετρίας βοήθησε επίσης σε αρκετές περιπτώσεις να εντοπιστούν τα σημεία όπου βρίσκονται οι χειμερινές φωλιές των αρκούδων. Αυτό η πληροφορία είναι εξαιρετικά σημαντική για να προστατευθούν αυτοί οι τομείς από οχλούσες ανθρώπινες δραστηριότητες. Βρέθηκε επίσης ότι κάποιες αρσενικές αρκούδες δεν πέφτουν σε χειμέριο ύπνο αλλά παραμένουν δραστήριες παρά τις δυσμενείς χειμερινές συνθήκες.
Τα στοιχεία της τηλεμετρίας έδειξαν επίσης ότι οι αυξημένες τροφικές ανάγκες μπορούν να την οδηγήσουν την αρκούδα σε ημερήσιες μετακινήσεις της τάξης των δεκάδων χιλιομέτρων (42 χλμ για μία από τις ενήλικες αρσενικές αρκούδες). Έδειξαν επίσης και που βρίσκονται οι σημαντικότερες πηγές τροφής με στόχο την διατήρηση και επαύξησή τους.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι βασικότερες παράμετροι για τις εποχιακές μετακινήσεις των αρκούδων είναι η διαθεσιμότητα τροφής και η αναζήτηση καταφυγίου.
Από τα παραπάνω επίσης φαίνεται ότι οι πλέον σημαντικές περιοχές για την αρκούδα στο Γράμμο είναι:
• Τα απρόσιτα σημεία του δάσους χωρίς δρόμους και όχληση για θερινό και για χειμερινό καταφύγιο.
• Οι περιοχές με ώριμα δρυοδάση και καστανιές, που παρέχουν συνεχώς τροφή το φθινόπωρο.
• Οι περιοχές με άγρια οπωροφόρα σε εγκατειλημμένους αγρούς και λιβάδια ή μη εντατικά εκμεταλλευόμενες εκτάσεις.
• Τα λιβάδια μέσα σε ψηλά δάση με άγρια οπωροφόρα.
• Οι απρόσιτες παραποτάμιες εκτάσεις.
• Αλλά και οι καλλιεργημένες εκτάσεις κοντά σε οικισμούς και δασικές εκτάσεις
Εξίσου σημαντικά στοιχεία προέκυψαν και σε μια άλλη περίπτωση όπου εφαρμόστηκε η μέθοδος της τηλεμετρίας: πρόκειται για την περίπτωση της παρακολούθησης των επιπτώσεων από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού (Τμήμα «Γρεβενά-Μέτσοβο») στον πληθυσμό αρκούδας που ζει στην ανατολική Πίνδο. Από το 2003 έως το 2008 ραδιοσημάνθηκαν συνολικά 19 αρκούδες στην περιοχή του έργου και τα στοιχεία έδειξαν σταδιακό επηρεασμό των αρκούδων από την όχληση της κατασκευής του αυτοκινητοδρόμου και την αλλοίωση του βιότοπου. Τα στοιχεία βοήθησαν επίσης στην καλύτερη χωροθέτηση των περασμάτων που κατασκευάστηκαν πάνω στον αυτοκινητόδρομο για να επιτρέψουν την ασφελέστερη διάβαση της πανίδας. Πρόβλημα βέβαια παραμένει ακόμα η ανεπάρκεια της περίφραξης του αυτοκινητόδρομου. Η παράβλεψη των προδιαγραφών κατασκευής της περίφραξης που έχουν επανειλημμένα προτείνει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είχε σαν αποτέλεσμα μόνο το 2009 να σκοτωθούν 10 αρκούδες σε τροχαία ατυχήματα. Στις καθέτους της Εγνατίας όπου έχει σημειωθεί και ο μεγαλύτερος αριθμός τροχαίων ατυχημάτων, πέρα από την έλλειψη κατάλληλης περίφραξης, δεν έχει προβλεφθεί ούτε η κατασκευή ειδικών περασμάτων για την αρκούδα όπως είναι για παράδειγμα οι κάτω διαβάσεις πανίδας ή οι πράσινες γέφυρες .
Αρκούδα και άνθρωπος: βιώσιμη συνύπαρξη;
Στο παρελθόν, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, γινόταν από τον άνθρωπο με παραδοσιακούς/ ήπιους τρόπους, γεγονός που δεν επηρέαζε αρνητικά την δυναμική των φυσικών οικοσυστημάτων, εξασφαλίζοντας την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-φύσης.
Η ραγδαία εξέλιξη των τεχνικών μέσων επέφερε ριζικές αλλαγές στα κριτήρια και τρόπους εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και κατά συνέπεια στα κοινωνικό-οικονομικά μεγέθη και δεδομένα.
Παράλληλα η ερήμωση της υπαίθρου, αποτέλεσμα μιας καλπάζουσας αστικοποίησης πυροδότησε τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, την αναθεώρηση ενός ολόκληρου συστήματος αξιών, οδηγώντας έτσι μοιραία στην περιθωριοποίηση πολλών περιοχών και κοινωνιών με αξιόλογο φυσικό και πολιτιστικό πλούτο.
Οι ανθρώπινοι πληθυσμοί που απέμειναν είχαν ως μόνο οικονομικό κίνητρο και επιλογή την εντατική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου αγνοώντας τις συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον.
Σήμερα η αρκούδα και ο άνθρωπος εξακολουθούν να είναι "μέτοχοι" στον ίδιο φυσικό χώρο, με τελείως διαφορετικές «διεκδικήσεις».
Η αρκούδα αποτελούσε πάντα αναπόσπαστο στοιχείο ενός πολύπλοκου φυσικού οικοσυστήματος. Ο άνθρωπος λειτουργεί ως εξωτερικός «ρυθμιστής» (συνειδητά ή ασυνείδητα).
Μία ιεράρχηση στο χώρο και στο χρόνο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις περιοχές όπου επιβιώνει ακόμη η αρκούδα επιτρέπει μία καλύτερη αξιολόγηση της σημερινής κατάστασης:
1) Δραστηριότητες σταθερές στο χρόνο και στο χώρο: πρόκειται κυρίως για τις δραστηριότητες που εκτυλίσσονται σε μία περιορισμένη ακτίνα γύρω από αυτές από τους ορεινούς οικισμούς (καλλιέργειες μικρής κλίμακας κλπ).
2) Δραστηριότητες περιοδικού χαρακτήρα αλλά σταθερές στο χώρο, με σταθερούς άξονες διέλευσης και σημεία εγκατάστασης : π.χ.νομαδική κτηνοτροφία, μελισσοκομία.
3) Δραστηριότητες περιοδικού χαρακτήρα αλλά διάσπαρτες στο χώρο: πρόκειται για την δασική εκμετάλλευση και το κυνήγι.
4) Δραστηριότητες ή καταστροφές αστάθμητου χαρακτήρα στο χώρο και τον χρόνο με βραχυπρόθεσμο η μακροπρόθεσμο άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στη διατήρηση του βιότοπου: επεμβάσεις, έργα μεγάλης κλίμακας στα πλαίσια αναπτυξιακών προγραμμάτων αξιοποίησης των φυσικών πόρων (ΥΗΕ φράγματα), διάνοιξη μεγάλων οδικών αξόνων (π.χ. Εγνατία οδός), βοηθητικό οδικό δίκτυο, πυρκαγιές κλπ.
Ειδικότερα, η συνεχής και ραγδαία επέκταση του δασικού οδικού δικτύου (σήμερα της τάξης των 40.000 χιλιομέτρων σε όλη την Ελλάδα-αύξηση κατά 700% (!) σε διάστημα 20 χρόνων(1971-1991)) συντελεί στον κατατεμαχισμό του δασικού βιότοπου της αρκούδας είτε δημιουργώντας τεχνητά και μόνιμα διάκενα διαταράσσοντας έτσι τη φυσική συνέχεια του βιότοπου είτε υποβαθμίζοντας τομείς υψηλής βιολογικής αξίας. Επιπλέον με τους δρόμους πολλαπλασιάζονται οι άξονες διείσδυσης του ανθρώπου στα πιο αδιατάρακτα σημεία του βιότοπου.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι δύο πρώτες κατηγορίες δραστηριοτήτων "εντάσσονται πιο ομαλά" στις στρατηγικές χρήσης του δασικού βιότοπου από την αρκούδα.
Παράλληλα όμως οι κατηγορίες 2,3,4, επικαλύπτουν την περίοδο της πιο έντονης δραστηριότητας της αρκούδας (Ιούνιος-Οκτώβριος). Αυτό συνεπάγεται μεγάλες πιθανότητες αρνητικών "παρεμβολών" του ανθρώπινου παράγοντα σε μία κρίσιμη φάση του ετήσιου ή βιολογικού κύκλου της.
Στην προκειμένη περίπτωση τίθεται εύλογα το εξής ερώτημα: ποια είναι τα όρια "της οικολογικής ανοχής" της αρκούδας;
Η μεγάλη προσαρμοστικότητα που χαρακτηρίζει το είδος επαρκεί άραγε για να αποσβέσει τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων επεμβάσεων αφομοιώνοντάς τες και ενσωματώνοντάς τις σε μία νέα στρατηγική χρήσης του χώρου και ως πότε;
Με τις ενδείξεις και στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα για τον ελληνικό πληθυσμό αρκούδας, δεν μένει χρόνος για τέτοιου είδους πειραματισμούς... Η απάντηση είναι εξίσου εύλογη...
Είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η θέσπιση μίας γενικότερης στρατηγικής για μία ομαλή και βιώσιμη διευθέτηση της συνύπαρξης αρκούδας-ανθρώπου, και κατ'επέκταση ανθρώπου και ορεινών οικοσυστημάτων, τοποθετημένης σε νέες βάσεις και κανόνες χρήσης του χώρου από τον άνθρωπο.
Μέσα από το Ευρωπαϊκό και Εθνικό Πρόγραμμα δίδονται ευκαιρίες για μία διεξοδική αυτοψία του προβλήματος. Τα επιστημονικά στοιχεία και αποτελέσματα συνέβαλαν στη θέσπιση της πρώτης εθνικής στρατηγικής για τη διατήρηση της αρκούδας στην Ελλάδα αλλά και στη νότιο βαλκανική.
Τα στοιχεία υπάρχουν, οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί επίσης. Απομένει η άμεση εφαρμογή των μέτρων και ρυθμιστικών παρεμβάσεων που προτείνονται προτού ενεργοποιηθούν εγγενείς μηχανισμοί πληθυσμιακής κατάρρευσης με απρόβλεπτες όσο και απαισιόδοξες για την διατήρηση αυτού του είδους - συμβόλου στην χώρα μας.
Ευρωπαϊκή Νομοθεσία:
Νομικό καθεστώς προστασίας της αρκούδας:
Ι. Διεθνές και Ευρωπαϊκό Νομικό Πλαίσιο Προστασίας της καφέ αρκούδας ( Ursus arctos ).
Τα βασικότερα διεθνή νομικά κείμενα για την προστασία της καφέ αρκούδας είναι:
1) Η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης (Νόμος 1335/83) "Περί προστασίας των απειλούμενων ειδών και των βιοτόπων τους".
Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδών υπό αυστηρή προστασία. Η σύμβαση απαγορεύει :
α. τη σύλληψη, κατοχή ή θανάτωση ατόμων του είδους,
β. τη υποβάθμιση των τόπων αναπαραγωγής του είδους
γ. τη διακίνηση, η κατοχή και η εμπορία ζώων ζωντανών, νεκρών,
ταριχευμένων ή μερών του σώματος τους.
2) Η Οδηγία 92/43 ΕΟΚ. "για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας".
Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο ειδών προτεραιότητας (Παράρτημα Ι) και στον κατάλογο των ειδών η διατήρηση των οποίων επιβάλλει το καθορισμό δικτύου ειδικών ζωνών προστασίας.
3) Η Σύμβαση της Ουάσιγκτον "για την ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας".( CITES ). Εφαρμόζεται στη χώρα μας από 01-01-84 (ΦΕΚ 112/Β/01-03-85).
Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδών βάσει του οποίου απαγορεύεται το εμπόριό τους καθώς και το εμπόριο τμημάτων τους.
Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις) ρυθμίζουν την εφαρμογή της Σύμβασης σε επίπεδο χώρο των κρατών μελών.(Κανονισμός 3418/83 και 3675/91).
Δυστυχώς η Αλβανία είναι η μόνη από τις γειτονικές μας χώρες που δεν έχει υπογράψει ακόμη την σύμβαση. Το γεγονός αυτό δημιουργεί πρόβλημα στην αποτελεσματική τήρηση της σχετικής νομοθεσίας εφόσον η χώρα αυτή αποτελεί δίαυλο παράνομης διακίνησης ειδών στα Βαλκάνια. Ένα από τα βασικά αίτια αυτού του φαινομένου είναι η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη περίοδο η χώρα. Το αποτέλεσμα είναι να αναζητώνται οικονομικά κίνητρα πάσης φύσεως, ακόμη και στην παράνομη διακίνηση ειδών συμπεριλαμβανομένης και της αρκούδας.
4) Τέλος διάφορες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζουν θέματα περιβάλλοντος συνδέονται έμμεσα με την προστασία του είδους ή των ενδιαιτημάτων του π.χ. Οδηγία 85/337 "για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων" .Η νομοθεσία αυτή προβλέπει την εκπόνηση ειδικών μελετών γνωστών ως "Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.)" που έχουν ως αντικείμενο την ακριβή εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδιαζόμενου έργου σε μία οικολογικά ευαίσθητη περιοχή και σε σχέση με ένα ή πολλά απειλούμενα είδη καθώς και τη θέσπιση "περιβαλλοντικών όρων" για την υλοποίηση του έργου έτσι ώστε να διασφαλίζονται οι συνθήκες βιωσιμότητας των απειλούμενων ειδών ή περιοχών. Η υλοποίηση του εκάστοτε έργου εξασφαλίζεται μόνον με την επίσημη (διϋπουργική) έγκριση των περιβαλλοντικών όρων
Ελληνική νομοθεσία:
Σύμφωνα με το άρθρο 258, παρ. 2ε και 2ζ (Ν.Δ. 86/69) του Δασικού Κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της καφέ αρκούδας .
Το παραπάνω αποτελεί και το μοναδικό νομικό κείμενο της ελληνικής νομοθεσίας που αναφέρεται ρητά και σαφώς (αν και όχι αποκλειστικά) στο συγκεκριμένο είδος.
Ο ίδιος νόμος έρχεται σε αντίφαση με το επιθυμητό καθεστώς απόλυτης προστασίας του είδους εφόσον προβλέπει σε άλλη παράγραφο την δυνατότητα άρσης του καθεστώτος προστασίας του είδους με έγκριση του Υπουργού Γεωργίας! Αυτό προβλέπεται για τις περιπτώσεις όπου κρίνεται ότι παρουσιάζεται περιοδική έξαρση περιστατικών επιδρομών του ζώου σε παραγωγικό κεφάλαιο με επιπτώσεις στην αγροτική οικονομία. Τέτοια εφαρμογή του νόμου έγινε για τελευταία φορά το 1981 στη περιοχή Ζαγορίου - Ιωαννίνων με μαζική εξόντωση ζώων!
Η αντίφαση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η αρμοδιότητα της κατά περίπτωση άρσης του καθεστώτος προστασίας της καφέ αρκούδας έχει εξολοκλήρου μεταβιβαστεί στους κατά τόπους νομάρχες των περιοχών όπου επιβιώνει το είδος, με τις διατάξεις του Β.Δ. 733/69!
Τέλος η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στο "Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ειδών" ( Red Data Book ) όπου χαρακτηρίζεται ως "κινδυνεύον" είδος. Σύμφωνα με τον παραπάνω κατάλογο, που αποτελεί και την πρώτη συστηματική και επίσημη καταγραφή μίας σημαντικής κατηγορίας απειλούμενων ειδών στη χώρα μας, η πανίδα των χερσαίων θηλαστικών της Ελλάδας (εξαιρουμένων των κητωδών) περιλαμβάνει 99 είδη. Η μεγάλη αυτή βιοποικιλότητα κατατάσσει την Ελλάδα στην τέταρτη θέση μεταξύ των 31 χωρών της Ευρώπης.
Από τα παραπάνω είδη, τα 45 χαρακτηρίζονται σύμφωνα με το "Κόκκινο Βιβλίο" ως: 1. Υπό εξαφάνιση, 2. Απειλούμενα, 3.Τρωτά, 4. Ενδημικά, 5. Σπάνια σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα.
Κύριες απειλές και κίνδυνοι:
- παράνομη εξόντωση από δολώματα και λαθροθήρες
- υποβάθμιση/καταστροφή του βιότοπου από μεγάλα τεχνικά έργα ( αυτοκινητόδρομοι, ΥΗΕ φράγματα,) αλλά και τις δασικές πυρκαγιές και τις υλοτομίες χωρίς προδιαγραφές
- έλλειψη ενημέρωσης του κοινού και ειδικότερα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Αντιμετώπιση των απειλών:
- Για την παράνομη εξόντωση: χρήση προληπτικών μέτρων/ενημέρωση των παραγωγών
- Για την καταστροφή του βιότοπου: παρεμβάσεις για τον περιβαλλοντικό έλεγχο των έργων και επιστημονική έρευνα για την παρακολούθηση των επιπτώσεων.
- Για την έλλειψη ενημέρωσης του κοινού: συστηματικές εκστρατείες με έντυπο και οπτικο-ακουστικό υλικό
Γεωργο-περιβαλλοντικές ενισχύσεις: :
Οι Γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις υποστηρίζουν μεθόδους αγροτικής ανάπτυξης οι οποίες προωθούν την διατήρηση ειδών πανίδας και φυσικών περιοχών σε ορεινές και ημι-ορεινές περιοχές. Στο νέο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2007-2013 «Αλέξανδρος Μπαλτατζής», και στο πλαίσιο του Μέτρου 214 προβλέπεται η εφαρμογή της Δράσης 3.3 – «Προώθηση γεωργικών πρακτικών για την προστασία της άγριας ζωής», που αφορά, μεταξύ άλλων, παρεμβάσεις σε βιοτόπους της αρκούδας (Ενέργεια Ι). Ειδικότερα προβλέπεται (όπως και στην προηγούμενη φάση) η επιδότηση των καλλιεργητών (γεωργών) της ορεινής και ημι-ορεινής ζώνης για την πρόβλεψη του 10% ασυγκόμιστου σε κάθε καλλιεργούμενο αγροτεμάχιο με δημητριακά, σιτηρά ή άλλα είδη με τροφική αξία για την αρκούδα.
Επί πλέον στο πλαίσιο του Μέτρου 216 προβλέπεται η εφαρμογή των Δράσεων 1.1 – «επιχορήγηση για την Αγορά και εγκατάσταση ηλεκτροφόρου περίφραξης» για την προστασία του ζωικού και φυτικού κεφαλαίου έως 80% των επιλέξιμων δαπανών» και 1.2 – «επιδότηση αγοράς και συντήρησης ελληνικού ποιμενικού (για την προστασία του ζωικού κεφαλαίου από τα μεγάλα σαρκοφάγα ζώα (θα τεθεί σε ισχύ εφόσον συσταθεί σχετικός οργανισμός πιστοποίησης)».
Γ. Μερτζάνης - Δρ. βιολόγος-ζωολόγος (09/04/05).
Επιστημονικός υπεύθυνος «ΚΑΛΛΙΣΤΩ».