Το ελληνικό φυσικό περιβάλλον

 

ελληνικό φυσικό περιβάλλον

 

Η βιοποικιλότητα της Ελλάδας

Ο όρος βιοποικιλότητα χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο της ποικιλίας των μορφών ζωής σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Πρακτικά, μπορούν να διακριθούν τέσσερα διαφορετικά επίπεδα βιοποικιλότητας, τα οποία όμως αποτελούν αναπόσπαστα μέρη ενός ενιαίου συνόλου.

Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο της γενετικής ποικιλότητας . Η γενετική ποικιλότητα εκφράζει το εύρος των κληρονομήσιμων χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου είδους. Όσο μεγαλύτερο είναι το εύρος αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητα επιβίωσης του είδους απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις (stress) όπως επιδημίες, κλιματικές αντιξοότητες κτλ Είναι αυτονόητο ότι τα φυσικά είδη έχουν πολύ μεγαλύτερο εύρος γενετικής ποικιλότητας και συνεπώς πολύ μεγαλύτερη αντοχή και ικανότητα επιβίωσης. Στην Ελλάδα, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, της ποικιλίας των κλιματικών της τύπων, της ορογραφικής της διαμόρφωσης και της ιστορίας της, τα είδη φυτών και ζώων, παρουσιάζουν σημαντική γενετική ποικιλότητα. Κατά τη διάρκεια των παγετώνων, πολλά είδη της κεντρικής και βορείου Ευρώπης μετανάστευσαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Ελλάδα, δημιουργώντας είτε ετερογενείς πληθυσμούς ενός είδους, είτε υβρίδια με τα προϋπάρχοντα είδη, διευρύνοντας έτσι το εύρος της γενετικής τους ποικιλότητας. Το γεγονός αυτό, μαζί με το μεγάλο πλεονέκτημα διατήρησης της φυσικότητας των οικοσυστημάτων της Ελλάδας, σε ό,τι αφορά την ποιοτική σύνθεσή τους και παρά την έντονη υποβάθμισή τους, προσδίδει μια πολύ μεγάλη σημασία στη χώρα ως τράπεζα γονιδίων και γενικότερα γενετικού υλικού, το οποίο πρέπει να ερευνηθεί και διατηρηθεί.

 
Το δεύτερο επίπεδο βιοποικιλότητας είναι αυτό της ποικιλότητας των ειδών . Η βιοποικιλότητα αυτή εκφράζεται με τον αριθμό (πλήθος) των ειδών φυτών και ζώων που απαντούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η σημασία της βιοποικιλότητας των ειδών είναι προφανής για τη σταθερότητα και λειτουργία των αναδραστικών μηχανισμών ενός οικοσυστήματος. Όσο περισσότερα είδη μετέχουν στη σύνθεση ενός οικοσυστήματος τόσο μεγαλύτερη σταθερότητα παρουσιάζει το οικοσύστημα, τόσο πολυπλοκότερο τροφικό δίκτυο δημιουργείται, τόσο πιο απρόσκοπτες είναι οι ροές ενέργειας καθώς και η ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων και τόσο καλύτερα και αποτελεσματικότερα λειτουργούν οι μηχανισμοί ανάδρασης. Πέρα από αυτό, πολλά είδη στην φυλογενετική τους εξέλιξη έχουν συνδεθεί στενά μεταξύ τους και η ύπαρξη του ενός εξαρτάται από την ύπαρξη του άλλου. Η Ελλάδα, για τους λόγους που ήδη αναπτύχθηκαν, παρουσιάζει πολύ μεγάλη βιοποικιλότητα ειδών φυτών και ζώων. Αναλογικά με την έκτασή της εμφανίζει μια από τις μεγαλύτερες βιοποικιλότητες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βιοποικιλότητα αυτή, παρ' όλο ότι έχει μελετηθεί περισσότερο από κάθε άλλη βαθμίδα, αφήνει ακόμη πολλά περιθώρια έρευνας, κυρίως σε ό,τι αφορά στη γεωγραφική κατανομή των ειδών. Η σημασία της διατήρησης της βιοποικιλότητας των ειδών αναφέρθηκε ήδη και είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αειφορική διαχείριση χωρίς την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας των ειδών.

Το τρίτο επίπεδο βιοποικιλότητας, γνωστό ως ποικιλότητα οικοσυστημάτων, βιοκοινωνιών ή ενδιαιτημάτων (habitats), εκφράζεται με τον αριθμό (πλήθος) των συνδυασμών ειδών φυτών και ζώων και των σχετικών αβιοτικών παραγόντων (που όλα μαζί αποτελούν τα οικοσυστήματα) που συναντώνται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η Ελλάδα, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού συνδυασμών ειδών φυτών και ζώων, εμφανίζει πολύ μεγάλη βιοποικιλότητα οικοσυστημάτων, βιοκοινωνιών ή ενδιαιτημάτων (habitats).

Ένα άλλο επίπεδο ποικιλότητας θα μπορούσε να προσεγγιστεί μέσα από τη θεώρηση της ποικιλότητας των τοπίων , το οποίο εκφράζεται με τον αριθμό ή το πλήθος των τύπων τοπίων που εμφανίζονται σε μια περιοχή ή σε μια χώρα. Στη σύνθεση ενός τοπίου δε μετέχουν μόνο φυσικά οικοσυστήματα αλλά και ανθρωπογενή, όπως οι διάφορες γεωργικές καλλιέργειες αλλά και τύποι οικισμών. Ο αριθμός των τύπων οικοσυστημάτων, φυσικών και ανθρωπογενών, η κατανομή τους στον χώρο και η αναλογία συμμετοχής τους προσδιορίζουν το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του τοπίου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι γεώτοποι που συνθέτουν ένα τοπίο. Ως γεώτοποι θεωρούνται περιοχές όπου αναπτύσσονται σπάνιοι (ή και μοναδικοί) γεωλογικοί ή γεωμορφολογικοί σχηματισμοί, ανεξαρτήτως των ειδών της χλωρίδας ή της πανίδας που είναι δυνατόν να συναρτώνται με αυτούς. Οι γεώτοποι αποτελούν πολύτιμους κρίκους στην αλυσίδα της εξέλιξης της Γης και ως εκ τούτου χρειάζεται, αφ'ενός μεν να προστατεύονται αποτελεσματικά, αφ'ετέρου δε, ως τόποι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, να αναδεικνύονται με τους καταλληλότερους κάθε φορά τρόπους.

Η Ελλάδα εμφανίζει επίσης πολύ υψηλή ποικιλότητα τοπίων, για τους ίδιους λόγους που εμφανίζει μεγάλη γενετική βιοποικιλότητα, βιοποικιλότητα ειδών και οικοσυστημάτων. Στη χώρα απαντούν τοπία από τα ημιερημικά της ανατολικής Κρήτης μέχρι τα κεντροευρωπαϊκά της Ροδόπης και τα αλπικά του Ολύμπου, του Σμόλικα, της Τύμφης, του Βόρα και άλλων οροσειρών της βορείου Ελλάδας. Σε μια σύντομη σχετικά διαδρομή από την Αμφίπολη μέχρι την κεντρική Ροδόπη, συναντά κανείς όλους τους τύπους τοπίων από τον ευμεσογειακό με την ελιά, την αριά, την κουμαριά κ.λπ., μέχρι τα βόρεια τοπία των ψυχρόβιων κωνοφόρων δασών της ερυθρελάτης, της δασικής πεύκης και της σημύδας.

Συνοψίζοντας, είναι εμφανές ότι η Ελλάδα διαθέτει μεγάλη ποικιλότητα σε όλα τα επίπεδά της (γενετική ποικιλότητα, βιοποικιλότητα ειδών, βιοποικιλότητα βιοκοινωνιών-οικοσυστημάτων και ποικιλότητα τοπίων). Παρά τη διάκριση της βιοποικιλότητας σε διάφορα επίπεδα, η προστασία της πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι ενιαίο. Η προστασία κάθε επιπέδου εξαρτάται από την προστασία του προηγούμενου ή επόμενου επιπέδου. Η προστασία και διατήρηση των τοπίων εξαρτάται από την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας των οικοσυστημάτων που τα συνθέτουν, η σταθερότητα των οικοσυστημάτων εξαρτάται από την προστασία και διατήρηση των ειδών που συμμετέχουν στη δομή τους δηλαδή από την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας των ειδών και η προστασία και επιβίωση των ειδών, εξαρτάται από τη διατήρηση και προστασία της γενετικής ποικιλότητάς τους δηλαδή τη διατήρηση των κληρονομήσιμων χαρακτηριστικών τους σε όλο το εύρος τους.


 

Θαλάσσια βιοποικιλότητα

Η θαλάσσια βιοποικιλότητα εκτιμάται σε περίπου 2500 ζωικά και 450 φυτικά είδη του βένθους, ενώ στο πλαγκτόν έχουν αναφερθεί 350 περίπου είδη ζώων και 335 φυτών. Η εκτίμηση αυτή υπολείπεται, περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την ομάδα, των αντίστοιχων για το σύνολο της Μεσογείου αν και ο κατάλογος των Ελληνικών θαλασσών αυξάνεται σταθερά χάρη στην εντατικοποίηση των ερευνών. Γενικά η Μεσόγειος περιλαμβάνεται στις 25 πλουσιότερες εστίες αυξημένης βιοποικιλότητας του πλανήτη. Η προέλευση των ειδών της (όπως και εκείνη των Ελληνικών νερών) είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό Ατλαντική. Είναι όμως χαρακτηριστική η έντονη παρουσία ενδημικών ειδών (περίπου 20 %). Η εικόνα συμπληρώνεται από είδη κοσμοπολιτικά και είδη του Ινδικού Ωκεανού. Η παρουσία των τελευταίων οφείλεται στη πρόσφατη διείσδυση τους μέσω του Σουέζ. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της θαλάσσιας βιοποικιλότητας της χώρας μας είναι η αυξημένη συμμετοχή σπάνιων ειδών.

Η συντριπτική πλειονότητα των θαλάσσιων ειδών κατοικεί στη στήλη του νερού και το βυθό της υφαλοκρηπίδας (βάθη μικρότερα από 200 μέτρα). Στα βαθύτερα νερά παρατηρείται δραματική μείωση του αριθμού τους, με παράλληλη μείωση της αφθονίας, βιομάζας και του μεγέθους τους. Λόγω της συγκέντρωσης της βιοποικιλότητας στα ρηχότερα νερά, που είναι εκείνα που κυρίως υφίστανται τις ανθρωπογενείς πιέσεις, η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αποκτά πρωταρχική προτεραιότητα.


Χλωρίδα της Ελλάδας

Στην Ελλάδα, από χλωριδική άποψη, απαντούν τρεις βασικές χλωριδικές μονάδες: η μεσογειακή, η ευρωπαϊκή (Ευρασιατική) και η ιρανοκασπική (ποντιακή). Η μεσογειακή χλωρίδα εμφανίζεται σε μια ευρύτερη ή στενότερη λωρίδα κατά μήκος των ακτών και στα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου πελάγους. Το πλάτος, οριζόντια, και το υπερθαλάσσιο ύψος, κατακόρυφα, της λωρίδας αυτής μειώνονται με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους. Η μεσοευρωπαϊκή χλωρίδα κυριαρχεί στις ορεινές περιοχές της Κ και Β. Ελλάδας, χάνοντας έδαφος όσο προχωρώντας προς νότο. Στοιχεία της ιρανοκασπικής χλωρίδας όπως π.χ. η ανατολική οξυά κ.ά., συναντώνται στη ΒΑ Ελλάδα (Θράκη) και στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Στην Κρήτη απαντούν επίσης ορισμένα στοιχεία της βορειοαφρικάνικης χλωρίδας. Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης και της συνύπαρξης των παραπάνω χλωριδικών περιοχών, η χλωρίδα της Ελλάδας είναι, αναλογικά με την έκτασή της, από τις πλουσιότερες της Ευρώπης με πάνω από 6.000 είδη φανερογάμων φυτών. Επίσης, εξαιτίας του ορεινού χαρακτήρα της χώρας και του μεγάλου πλήθους των νησιών, δημιουργούνται συνθήκες απομόνωσης και ενδημισμού, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό των ειδών και υποειδών των φυτών (13%), να είναι ενδημικά. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι από τα 6.000 είδη και υποείδη φυτών, τα 263 θεωρούνται ως σπάνια και απειλούμενα, σύμφωνα με το πρόσφατα δημοσιευμένο Κόκκινο Βιβλίο των σπάνιων και απειλούμενων ειδών φυτών.


Πανίδα της Ελλάδας

Ο συνολικός πλούτος της ελληνικής πανίδας απαρτίζεται από 30.000 έως 50.000 είδη. Η ύπαρξη πλούσιας πανίδας στην Ελλάδα οφείλεται στη γεωγραφική θέση της χώρας, στο μεγάλο αριθμό νησιών, στην αυξομείωση της στάθμης της θάλασσας, στην ύπαρξη πολλών σπηλαίων καθώς και στο γεγονός ότι οι παγετώνες δεν έφθασαν μέχρι τη χώρα μας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλά καταφύγια ειδών στα ορεινά

Η Ελλάδα φιλοξενεί πολλά ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα είδη ζώων (όπως η καφέ αρκούδα Ursus arctus , η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta , η μεσογειακή φώκια Monachus monachus , η οχιά της Μήλου Macrovipera schweizeri , κ.ά.). Εκτιμάται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 25.000 είδη ασπόνδυλων, από τα οποία τουλάχιστον τα 2.000 είναι ενδημικά ενώ ορισμένα είναι πολύ στενά ενδημικά, δηλαδή έχουν αναφερθεί από μια μόνο τοποθεσία. Εκτός από τα ενδημικά, ένας αξιόλογος αριθμός ειδών έχει πολύ μικρούς πληθυσμούς ή απειλείται με εξαφάνιση.


Τα φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας

Στη χέρσο έχουν αναπτυχθεί πολλοί τύποι οικοσυστημάτων από το μεγάλο αριθμό πιθανών συνδυασμών κλιματικών συνθηκών μητρικού πετρώματος, πανίδας και χλωρίδας.

Κάνοντας αρκετές γενικεύσεις θα ήταν δυνατόν να περιγράψουμε τα βασικά χερσαία οικοσυστήματα της Ελλάδας με βάση το υψόμετρο. Μέχρι περίπου το υψόμετρο των 500 μέτρων, μ' επιμέρους διαβαθμίσεις ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, κυριαρχούν τα μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα. Πρόκειται είτε περί χαμηλών θαμνώνων, των φρυγανικών, που απαντώνται στις περισσότερο ξηρές περιοχές, είτε περί υψηλών και πυκνών θαμνώνων, τα μακί, στα οποία κυριαρχούν αείφυλλα και σκληρόφυλλα φυτά όπως η αγριελιά, η μυρτιά, η δάφνη, η κουμαριά και το πουρνάρι.

Μετά το νοητό - που προφανώς δεν είναι πάντοτε το ίδιο - όριο των περίπου 500 μέτρων υψόμετρου διαπιστώνουμε την παρουσία φυσικών οικοσυστημάτων στα οποία κυριαρχούν φυλλοβόλα είδη δένδρων όπως οι βελανιδιές, οι οξιές και οι καστανιές.

Σε μεγαλύτερα υψόμετρα που ξεπερνούν τα 1200 μέτρα, τα φυλλοβόλα δάση δίνουν τη θέση τους σε δάση κωνοφόρων όπως τα έλατα, τα οποία με τη σειρά τους υποχωρούν σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1.800 μέτρων. Από το ύψος αυτό και πάνω διαπιστώνουμε την παρουσία των λεγόμενων αλπικών συστημάτων τα οποία ξεκινούν ως χαμηλοί θαμνώνες με είδη ξυλωδών ειδών όπως ο κέδρος, για να καταλήξουν σε ανοιχτά λειβάδια.

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω μορφές του τοπίου δεν απαντούν ως ανεξάρτητες και πλήρως καθορισμένες ζώνες μια και για παράδειγμα η ζώνη των φυλλοβόλων δασών με τις καστανιές διαβαθμίζεται όπως περνά στην ζώνη των ελάτων δημιουργώντας μεσοφάσεις ελάτων-καστανιάς.


Φρύγανα

Τα φρύγανα είναι χαμηλές θαμνώδεις διαπλάσεις στις οποίες κυριαρχούν θάμνοι που χαρακτηρίζονται από εποχιακό διμορφισμό. Με τον όρο αυτό δηλώνεται η διαφορετική μορφή που παρουσιάζουν τα φυτά αυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι ως αποτέλεσμα της προσαρμογής τους στην καλοκαιρινή ξηρασία.

Κυρίαρχα ξυλώδη φυτά στο σύστημα των φρυγάνων είναι η αστοιβή ( Sarcopoterium spinosum ), το θυμάρι ( Coridothymus capitatus ), η γαλαστοιβή ( Euphorbia acanthothamnos ), η θρούμπα ( Satureja thymbra ), το λιβανόχορτο ( Teucrium polium ), η ασφάκα ( Phlomis fruticosa ) και οι λαδανιές ή κουνούκλες (είδη Cistus ).

Τα φρύγανα, που καταλαμβάνουν το 12,5% της έκτασης της Ελλάδας, εξαπλώνονται κυρίως στις Κυκλάδες, στα Δωδεκάνησα, στην Κρήτη και στη δυτική Ελλάδα από το Μεσολόγγι μέχρι τα σύνορα με επικράτηση των ασφακώνων.


Aείφυλλα-σκληρόφυλλα (μακκία βλάστηση)

Η μακκία βλάστηση χαρακτηρίζει ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο οικοσυστήματος στην Ελλάδα. Τα κυρίαρχα φυτά είναι θάμνοι αείφυλλοι και σκληρόφυλλοι, ύψους μέχρι 2 μέτρων, με βαθιές ρίζες για να αντλούν το απαραίτητο νερό και μικρά δερματώδη φύλλα για να περιορίζουν τη διαπνοή το καλοκαίρι όταν η ξηρασία γίνεται έντονη. Κυρίαρχα είδη είναι το πουρνάρι ( Quercus coccifera ), η κουμαριά ( Arbutus unedo ), ο σχίνος ( Pistacia lentiscus ), η μυρτιά ( Myrtus communis ), η αγριελιά ( Olea europaea ssp . oleaster ), η αριά ( Quercus ilex ), η χαρουπιά ( Ceratonia siliqua ) κ.ά.


Μεσογειακά δάση κωνοφόρων

Είναι δασικά οικοσυστήματα στα οποία κυριαρχεί ένα μόνον είδος κωνοφόρου. Τα δάση χαλεπίου πεύκης ( Pinus halepensis ) εμφανίζονται σε ασβεστολιθικά αλλά και σε αμμώδη εδάφη μέχρι το υψόμετρο των 1200 μέτρων.

Η τραχεία πεύκη αποτελεί είδος της ανατολικής Μεσογείου. Στη χώρα μας συναντάται στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και στη Δαδιά του νομού Έβρου.

Η κουκουναριά ( Pinus pinea ) σχηματίζει δάση σε αργιλοαμμώδη ή αμμώδη εδάφη και δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί πάνω σε πετρώδες υπόστρωμα. Συναντώνται σε περιοχές της Δ. Πελοποννήσου, στο Μαραθώνα, στη Σκιάθο, στη Νάξο και στη χερσόνησο του Άθω. Εξαιρετικά περιορισμένα είναι και τα δάση κυπαρισσιού ( Cupressus sempervirens ), υπολείμματα πιθανόν πολύ μεγαλύτερης εξάπλωσης. Απαντώνται κυρίως στην Κρήτη, στη Ρόδο, στη Σάμο και στη Σύμη.


Φυλλοβόλα δάση

Σε μεγαλύτερα υψόμετρα συχνά κυριαρχούν τα είδη του γένους Quercus (βελανιδιές) καθώς και οξιές Τα δάση πλατύφυλλης δρυός ( Quercus frainetto ) είναι τα πιο εκτεταμένα, αλλά απαντούν συμπαγή και συνεχή μόνο στη Βόρεια Ελλάδα (βόρεια της γραμμής Σμόλικα-Ολύμπου), ενώ νοτιότερα (Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησος) σχηματίζουν διάσπαρτες συστάδες. Τα δάση με χνοώδη δρυ ( Quercus pubescens ), απαντούν είτε αμιγή (στις ξηρές περιοχές), είτε σε μίξη με τα προηγούμενα.

Η καστανιά εμφανίζεται συνήθως σε νησίδες στις υγρότερες σχετικά θέσεις και πάνω σε εδάφη που προέρχονται από όξινα πετρώματα στη ζώνη των δρυοδασών. Συνήθως εμφανίζεται με σποραδική μίξη της αργυρόφυλλης φιλύρας, της οστριάς και του ορεινού σφενδαμιού (βορειοανατολική Χαλκιδική, Πίνδος, Ροδόπη).

Στις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, πάνω από τα 700 και μέχρι τα 1700 μέτρα απαντούν δάση της δασικής οξιάς ( Fagus sylvatica ), τα οποία είναι συνήθως αμιγή. Στην ανατολική Μακεδονία και μέχρι τη χερσόνησο του Άθω απαντά η ανατολική οξιά ( Fagus orientalis ).
Τα δάση της οξιάς στη χώρα μας δεν εμφανίζονται σε συνεχή ζώνη όπως στη Μεσευρώπη ή άλλες χώρες της Βαλκανικής αλλά κατά νησίδες κυρίως στις βόρειες, βορειοανατολικές και βορειοδυτικές περιοχές και σχεδόν αποκλειστικά σε πυριτικά πετρώματα, δημιουργώντας διαφόρους τύπους φυτοκοινωνιών.


"Ορεινό" δάσος κωνοφόρων.

Σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1700 συνήθως απαντούν δάση κωνοφόρων.

Η Κεφαλληνιακή ελάτη ( Abies cephalonica ) ενδημική των ελληνικών ορέων, εμφανίζεται σε όλες τις υψηλές οροσειρές της Νότιας και Κεντρικής Ελλάδας, μέχρι τον Όλυμπο, μεταξύ 800 και 1700 μέτρων. Βορειότερα από τον Όλυμπο τη θέση της παίρνει η υβριδογενής ελάτη ( Abies borisiι-regis ), που προήλθε από διασταύρωση μεταξύ της Κεφαλληνιακής και της λευκής ελάτης ( Abies alba ). Στον Όλυμπο, στην Πίνδο, στο Βέρμιο και στον Άθω σχηματίζει δάση στις υψηλότερες πλαγιές, ενώ χαμηλότερα σχηματίζει μικτά δάση με άλλα κωνοφόρα ή και με φυλλοβόλα.

Η ευρωπαϊκή ελάτη φθάνει μόλις μέχρι τα βόρεια της χώρας, στο Μπέλες και στη Τζένα, ενώ η ερυθρελάτη ( Picea excelsa ) χαρακτηριστική των δασών κωνοφόρων της Βόρειας Ευρώπης απαντά στα βουνά της Δράμας.

Στην Κρήτη στα αντίστοιχα υψόμετρα απαντούν δάση κυπαρισσιού τα οποία συνδυάζονται με σφενδάμια ( Acer creticum )

Η δασική πεύκη ( Pinus sylvestris ), σχηματίζει πυκνά δάση στα όρη των Σερρών και της Δράμας. Το νοτιότερο όριο εξάπλωσης της είναι τα Πιέρια και ο Όλυμπος όπου απαντά πάνω από τα 1100 μέτρα.

Η λευκόδερμη πεύκη είναι ένα είδος της ορεινής ζώνης, ενδημικό των Βαλκανίων και της νότιας Ιταλίας. Στη χώρα μας απαντά στη Βόρεια Πίνδο, στον Όλυμπο και στον Όρβηλο. Στη χώρα μας εμφανίζεται επίσης το υποείδος της μαύρης πεύκης, η οποία δημιουργεί ωραιότατα δάση στην ορεινή ζώνη.

Η βαλκανική πενταβέλονη πεύκη είναι ενδημικό είδος των υψηλών ορέων της βαλκανικής χερσονήσου. Στη χώρα μας συναντάται σποραδικά στον Βόρα (όμορφη πεδιάδα Πέτερνικ) και στη Ροδόπη.


Αλπικά λιβάδια

Τα αλπικά λιβάδια απαντούν πάνω από το όριο του δάσους των κωνοφόρων. Κυριαρχούν τα θαμνώδη και ποώδη φυτά. Από τους θάμνους συνηθέστεροι είναι η ξεραγκαθιά ( Berberis cretica ), οι τετραγκαθιές ( είδη του γένους Astragalus ), ο κοινός αγριόκεδρος ( Juniperus communis ) και η σκλήθρα ( Alnus viridis ). Από τα ποώδη φυτά κυριαρχούν τα αγρωστώδη, όπως τα διάφορα είδη των γενών Sesleria και Carex . Μεγάλη ποικιλία από ανθοφόρα φυτά, όπως γεντιανές, βιολέτες και καμπανούλες δίνουν στα αλπικά λιβάδια ζωηρή όψη κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι.


Αζωνική βλάστηση

Ως αζωνικά χαρακτηρίζονται τα δάση των οποίων η σύνθεση σε είδη και η εν γένει ύπαρξή τους δεν εξαρτάται από της κλιματικές συνθήκες αλλά από την παρουσία των υδάτων. Πρόκειται για παράχθια, παραποτάμια ή παραλίμνια δάση, δάση δελταϊκών σχηματισμών ή περιοχών με υψηλή υπόγειων υδάτων (υγροτοπικά).

Τέτοια δάση είναι οι πλατανώνες που εμφανίζονται κυρίως στους κώνους απόθεσης των χειμάρρων και ποταμών, τα δάση από ιτιές, λεύκες και σκλήθρα κατά μήκος των οχθών ποταμών ή λιμνών, και τα δάση οξύφυλλης φράξου, φτελιάς και ποδισκοφόρου δρυός των δελταϊκών σχηματισμών ή υγροτοπικών περιοχών.

Μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τα δάση αυτά καταλάμβαναν σημαντικές εκτάσεις ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς τους πλατανώνες, τα υπόλοιπα αζωνικά δάση έχουν περιοριστεί σημαντικά.


Υγρότοποι

Η λέξη υγρότοπος υποδηλώνει συλλογικά κάθε τόπο που καλύπτεται εποχικά ή μόνιμα από ρηχά νερά (γλυκά ή αρμυρά), ή που δεν καλύπτεται ποτέ από νερά, αλλά έχει υπόστρωμα υγρό για μεγάλο διάστημα του έτους. Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή, οι υγρότοποι της Ελλάδας πλησιάζουν τους 400. Οι υγρότοποι της χώρας μας που ανήκουν στους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας (σύμβαση Ραμσάρ) είναι οι εξής: το Δέλτα του Έβρου, η λίμνη Μητρικού (Ισμαρίδα) και οι λιμνοθάλασσες της Μέσης, Αρωγής και Ξηρολίμνης (Θρακικές λιμνοθάλασσες), το Πόρτο Λάγος και η λίμνη Βιστωνίδα, το Δέλτα του Νέστου και οι λιμνοθάλασσές του, η λίμνη Κερκίνη, οι λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, το Δέλτα των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Λουδία καθώς και η Αλυκή Κίτρους, οι λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα, ο Αμβρακικός Κόλπος, το Δέλτα του Αχελώου και οι λιμνοθάλασσες του Μεσολογγίου και, τέλος, οι υγρότοποι του Κοτυχίου και της Στροφυλιάς.


Θαλάσσια Οικοσυστήματα

Οι θάλασσες αποτελούν υδάτινα συστήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από ποικιλία συνθηκών σε όλη την έκταση και το βάθος τους. Η πολυμορφία των συνθηκών οδήγησε στην ανάπτυξη εξαιρετικής ποικιλίας οικοσυστημάτων στα οποία ζουν οργανισμοί προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες και απαιτήσεις του κάθε περιβάλλοντος.

Τα θαλάσσια οικοσυστήματα διακρίνονται κυρίως με βάση βαθυμετρικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά καθώς και από τον τύπο του βυθού (βραχώδη, αμμώδη, ιλυώδη υποστρώματα). Έτσι αναφέρονται τα οικοσυστήματα των αβαθών κόλπων, οι αμμοσύρτεις, οι εκβολές ποταμών και οι ύφαλοι. Ιδιαίτερης σημασίας είναι τα λιβάδια Ποσειδωνίας, που απαντούν κυρίως σε μαλακό αλλά και σε σκληρό υπόστρωμα.

Τα λιβάδια Ποσειδωνίας σχηματίζονται από το ενδημικό για τη Μεσόγειο θαλάσσιο αγγειόσπερμο Posidonia oceanica , σε βάθη από 1m ως 40 m. Παρουσιάζουν μεγάλη οικολογική σημασία διότι συνεισφέρουν σημαντικά στην πρωτογενή παραγωγή, σταθεροποιούν με τις ρίζες τους το υπόστρωμα, προσφέρουν καταφύγιο σε άλλους οργανισμούς και αποτελούν τόπο αναπαραγωγής και ανάπτυξης των νεαρών μορφών πολλών ειδών της πανίδας. Απαντώνται σε πολλές παράκτιες περιοχές της Ελλάδας και ιδιαίτερα γύρω από τα νησιά (Β. Σποράδες, Ζάκυνθος, Κίμωλος, Φούρνοι, Κάρπαθος, Ρόδος και αλλού). Η Ποσειδωνία αντέχει σημαντικά στις μεταβολές της θερμοκρασίας και στις κινήσεις του νερού, είναι όμως ευαίσθητη στις μεταβολές της αλατότητας και στη ρύπανση.

Οι αβαθείς κόλποι είναι ως επί το πλείστον προστατευμένοι από τη δράση των κυμάτων και περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία υποστρωμάτων και ιζημάτων. Παρουσιάζουν συνήθως υψηλή βιοποικιλότητα και καλή ζώνωση των βενθικών βιοκοινωνιών.

Οι αμμοσύρτεις είναι ρηχές αμμώδεις περιοχές με βάθος που δεν ξεπερνά τα 20 μέτρα. Ο βυθός είναι γυμνός ή καλύπτεται από τα θαλάσσια φανερόγαμα Zostera και Cymodocea . Εκτός από τις βενθικές βιοκοινωνίες της άμμου φιλοξενούν και πολλά διαχειμάζοντα πουλιά.

Οι εκβολές ποταμών είναι περιοχές με υφάλμυρα νερά και υπόστρωμα ως επί το πλείστον ιλυώδες, από τις αποθέσεις των ποταμών. Εύτροφα γενικά οικοσυστήματα των οποίων η βλάστηση περιλαμβάνει βενθικά φύκη, λιβάδια φανερογάμων όπως Zostera καθώς και υφαλμύρων νερών όπως Ruppia . Χώροι ανάπτυξης πυκνών βιοκοινωνιών ασπονδύλων και αναζήτησης τροφής πουλιών.

Οι ύφαλοι αποτελούν βραχώδη υποστρώματα, βυθισμένα ή προεξέχοντα από την επιφάνεια της θάλασσας, με χαρακτηριστική ζώνωση των βενθικών φυτικών και ζωικών βιοκοινωνιών. Πολλοί από τους οργανισμούς καλύπτουν με τη μορφή κρούστας τους βράχους. Στους ανώτερους ορίζοντες χαρακτηριστικά είναι τα φωτόφιλα φύκη όπως είδη του γένους Cystoseira ενώ σε σκιερές σχισμές βράχων και μεγαλύτερο βάθος επικρατούν κοραλλιογενή ροδοφύκη. Η πανίδα αποτελείται από εδραία ασπόνδυλα όπως μύδια, σπόγγους, Βρυόζωα και Θυσανόποδα Καρκινοειδή.

Οι θαλάσσιοι οικότοποι εμφανίζουν συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες ως προς την μελέτη και παρακολούθησή τους οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψιν στις ερευνητικές κατευθύνσεις: δεν είναι πάντα εύκολα προσβάσιμοι λόγω καιρικών συνθηκών, η έρευνα παρουσιάζει αυξημένο κόστος (σκάφος, δειγματολήπτες κλπ), οι επιπτώσεις μιας αρνητικής επέμβασης δεν είναι άμεσα αντιληπτές και, τέλος, η ποικιλία βιοκοινωνιών αλλάζει σε σχετικά μικρή κλίμακα και έχει έντονη σχέση με τις φυσικοχημικές συνθήκες (π.χ. τις μάζες νερού ή τον τύπο ιζήματος).

Απόσπασμα από το κειμένου με τίτλο: « Προστατευόμενες φυσικές περιοχές - Προς ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης», που επεξεργάζεται η «Επιτροπή Φύση 2000».