Εθνική και κοινοτική νομοθεσία για το φυσικό περιβάλλον

 

γέφυρα ουρανός δάσος

 

Εισαγωγή

Η ευρωπαϊκή Οδηγία για τη διατήρηση των φυσικών οικότοπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας - 92/43/ΕΟΚ ή Οδηγία των Οικότοπων - σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι οικότοποι και τα είδη της Ευρώπης. Το μέτρο που επιλέχθηκε από τα κράτη-μέλη ήταν η δημιουργία ενός συνεκτικού οικολογικού δικτύου Ειδικών Ζωνών Διατήρησης (S pecial Areas of Conservation - S ACs ) (Άρθρα 3 και 4) με την ονομασία Natura 2000 . Το δίκτυο αυτό περιλαμβάνει επίσης και τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (Special Protection Areas - SPAs) που ορίστηκαν με βάση την Κοινοτική Οδηγία για τη διατήρηση των άγριων πουλιών -79/409/ΕΟΚ ή Οδηγία για τα Πουλιά.

 

Οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης χαρακτηρίζονται μετά από μία διαδικασία τριών σταδίων. Στο πρώτο στάδιο της εφαρμογής του νομικού αυτού πλαισίου, τα Κράτη-Μέλη είχαν την υποχρέωση να απογράψουν τους τύπους οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) και τα είδη χλωρίδας και πανίδας που αναφέρονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της Οδηγίας και να στείλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν κατάλογο προτεινόμενων περιοχών.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης (1994-1996), καταγράφτηκαν οι περιοχές και σε κάθε περιοχή υποδείχθηκαν οι συγκεκριμένοι τύποι οικοτόπων με την έκταση που καταλαμβάνουν (εντός αυτής της περιοχής), καθώς και τα συγκεκριμένα είδη φυτών και ζώων των παραρτημάτων με τα πληθυσμιακά δεδομένα τους.

Η δεύτερη φάση η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός Καταλόγου Τόπων Κοινοτικής Σημασίας ( List of Sites of Community Importance - SCI ). Στη συνέχεια και με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μια διαδικασία αξιολόγησης σε επιστημονικά βιογεωγραφικά σεμινάρια, θα οριστεί ο τελικός κατάλογος περιοχών του δικτύου οι οποίες θα πρέπει να χαρακτηριστούν από τα κράτη-μέλη ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός έξι χρόνων (σύμφωνα με τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ της Οδηγίας).

Τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ της Οδηγίας, όπως εξειδικεύονται στην περίπτωση των τύπων οικοτόπων, αφορούν στην αντιπροσωπευτικότητα, την έκταση, τη διατήρηση της δομής και των λειτουργιών τους, καθώς και τη συνολική αξία της περιοχής για τον τύπο οικοτόπου. Στην περίπτωση των προστατευόμενων ειδών, τα κριτήρια αφορούν στο μέγεθος και την πυκνότητα του πληθυσμού, τη διατήρηση του ενδιαιτήματός του, το βαθμό της απομόνωσης του πληθυσμού, καθώς και τη συνολική αξία της περιοχής για το συγκεκριμένο είδος.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Οδηγίας, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι μία περιοχή στην οποία υπάρχει τύπος οικοτόπου ή είδος προτεραιότητας, δεν έχει περιληφθεί στον αντίστοιχο εθνικό κατάλογο, ενώ βάσει αξιόπιστων επιστημονικών πληροφοριών είναι απαραίτητη η διατήρησή της, κινείται ιδιαίτερη διαδικασία ένταξής της.

Η εναρμόνιση της Οδηγίας για τα Πουλιά με το ελληνικό δίκαιο έγινε με την Υπουργική Απόφαση 414885/1985 (ΦΕΚ Β΄757). Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με την Κοινή Υπουργική Απόφαση υπ' αριθ. 33318 / 3028 / 28.12.1998 (ΦΕΚ Β΄ 1289). Η ΚΥΑ αυτή συνδέει τη θεσμοθέτηση των περιοχών του οικολογικού δικτύου Natura 2000 με το σύστημα και τις διαδικασίες του νόμου 1650/86.

Οι προδιαγραφές για τη σύνταξη των μελετών αυτών βάσει της Κοινής Υπουργικής Απόφασης 69269, εξειδικεύονται από την αρμόδια υπηρεσία (Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος

Ας σημειωθεί ότι η ίδια η Οδηγία δεν προσδιορίζει τον τρόπο της θεσμοθέτησης, αλλά απλώς ζητάει από το κάθε Κράτος-Μέλος « να διασφαλίζει τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών».

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο κείμενο της εναρμόνισης, στο άρθρο 5, αναφέρεται η δημιουργία της Επιτροπής Φύση 2000 και καθορίζεται ο αριθμός των μελών της, οι φορείς που θα εκπροσωπούνται σε αυτή, καθώς και το έργο που αναλαμβάνει.


 

Η διαδικασία κατάρτισης του Εθνικού Καταλόγου

Για να αντιμετωπισθούν αρχικώς οι άμεσες εθνικές υποχρεώσεις μας από την Οδηγία των Οικοτόπων (Α΄ φάση διαδικασίας), εγκρίθηκε από τις αρμόδιες Επιτροπές της Κοινότητας το 1994 και ανατέθηκε στο Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας το πρόγραμμα Life με τίτλο «Καταγραφή, αναγνώριση, χαρτογράφηση και εκτίμηση των τύπων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ της Οδηγίας».

Η εκτέλεση του προγράμματος αυτού έγινε από το Εθνικό Κέντρο Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) σε συνεργασία με τα Τμήματα Βιολογίας των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης,Πατρών και Κρήτης.

Τα Υπουργεία ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας συνεισέφεραν το 25% του προγράμματος και παρακολούθησαν την εξέλιξή του. Τα αποτελέσματα εστάλησαν κατευθείαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 1996.

Συνολικά αναγνωρίστηκαν 110 τύποι οικοτόπων του Παραρτήματος Ι, 39 είδη φυτών και 76 είδη ζώων του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας που υπάρχουν στην Ελλάδα. Στον παρακάτω πίνακα συνοψίζονται οι τύποι οικοτόπων και ειδών που απαντούν στην Ελλάδα, σε σύγκριση με αυτά που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ της Οδηγίας. Με βάση την κατανομή και την ύπαρξη των ανωτέρω τύπων οικοτόπων και ειδών, καταγράφηκαν 296 περιοχές που περιέχουν τύπους οικοτόπων και είδη της Οδηγίας, μετά από αξιολόγηση σύμφωνα με τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ. Ο κατάλογος αυτών των περιοχών, γνωστός και ως « Επιστημονικός Κατάλογος » αποτέλεσε μία επιστημονική βάση αναφοράς για τον Εθνικό Κατάλογο για τις εθνικές αρχές, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι 296 περιοχές κάλυπταν έκταση που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 30.000.000 στρέμματα.

 

Οδηγία 92/43/ΕΟΚ ΕΛΛΑΔΑ
  Σύνολο Προτε-
ραιότητας(*)
Σύνολο Προτε-
ραιότητας(*)
% Συνόλου % Προτεραιότητας(*)
ΤΥΠΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ 255 91 110 26 43 28,6
Παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι 22 5 14 5 63,6 100
Παράκτιες και ενδοχωρικές θίνες 30 12 10 2 33 17
Οικότοποι γλυκέων υδάτων 19 2 11 1 58 50
Εύκρατα χέρσα εδάφη και λόχμες 9 5 1 - 11 -
Λόχμες με σκληρόφυλλη βλάστηση (matorrals) 21 3 13 1 62 33
Φυσικές και ημιφυσικές χλοώδεις διαπλάσεις 26 8 17 8 65 100
Υψηλοί και χαμηλοί τυρφώνες 10 6 4 4 40 67
Βραχώδεις οικότοποι και σπήλαια 23 2 12 1 52 50
Δάση 66 30 31 9 47 30
ΖΩΑ (σύνολο) 199 27 76 10 38,2 37
Θηλαστικά 38 11 22 2 58 18,2
Ερπετά 19 3 10 2 53 67
Αμφίβια 19 3 4 - 21 -
Ψάρια 62 5 28 3 45,2 60
Ασπόνδυλα 61 5 12 3 19,7 60
ΦΥΤΑ 433 164 39 26 9 16

Οι περισσότερες από τις 296 περιοχές που περιλήφθηκαν στο έργο ήταν προστατευόμενες σε εθνικό, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο. Συνολικά 141 περιοχές είναι προστατευόμενες σε εθνικό/περιφερειακό επίπεδο (10 έχουν χαρακτηριστεί ως Εθνικοί Δρυμοί, 12 ως Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης, l2 ως Αισθητικά Δάση, 6 ως Εκτροφεία Θηραμάτων, 94 ως Καταφύγια Θηραμάτων, 7 ως Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές και 2 ως Θαλάσσια Παρκα), ενώ σε διεθνές επίπεδο 14 είναι Ραμσάρ, 12 Βιογενετικά αποθέματα, σε 1 περιοχή έχει απονεμηθεί το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα, 7 προστατεύονται από τη Σύμβαση της Βαρκελώνης και 2 χαρακτηρίστηκαν ως Απόθεμα Βιόσφαιρας.

Στην έκταση αυτή των 30.000.000 στρεμμάτων περιέχονται και μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις (~ 6.000.000 στρέμματα), καθώς και εσωτερικά ύδατα (~1.500.000 στρέμματα). Το χερσαίο τμήμα, συμπεριλαμβανομένων και των εσωτερικών υδάτων, εκτιμάται σε ποσοστό περίπου 18,2 % της συνολικής γεωγραφικής επιφάνειας της χώρας.

Ο Επιστημονικός Κατάλογος, με συνημμένους χάρτες, εστάλη για διατύπωση απόψεων στα Υπουργεία:

  • Εμπορικής Ναυτιλίας - Δ/νση Θαλασσίου Περιβάλλοντος

- Δ/νση Λιμεν. Αστυνομίας

- Δ/νση Π.Θ.Π.

  • Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων - ΔΜΕ

- Δ/νση Εγγειοβ. Έργων

- Δ/νση Υδραυλ. Έργων

  • ΥΒΕΤ - Δ/νση Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων

- Δ/νση Βιομηχαν. Χωρ. Και Περιβάλλοντος

  • Εξωτερικών - Δ/νση Α2, Α3
  • Εθν. Άμυνας - ΓΕΕΘΑ, ΓΕΣ, ΓΕΑ, ΓΕΝ.

Τη συγκέντρωση των απόψεων και την επεξεργασία της τελικής πρότασης ανέλαβε μία Ομάδα Εργασίας των Υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ (Τμ. Διαχ. Φυσικού Περιβάλλοντος + Δ/νση Χωροταξίας) και Γεωργίας (Δ/νση Αισθ. Δασών, Δρυμών και Θήρας). Κατόπιν, έγινε εισήγηση στην τότε Υφυπουργό και στις 22-7-1996 εστάλη στη ΜΕΑ το Α' Τμήμα του Εθνικού Καταλόγου με 164 περιοχές προτεινόμενες ως SCI (δηλαδή περιοχές Natura ), καθώς και 29 SPA (Περιοχές Ειδικής Προστασίας της ορνιθοπανίδας).

Ακολούθησε σύσταση (προειδοποιητική επιστολή, βάσει του Άρθρου 169 της Συνθήκης του Μάαστριχτ) από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα για ολοκλήρωση του Εθνικού Καταλόγου, και στη συνέχεια η ίδια Ομάδα Εργασίας των Υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας προχώρησε σε νέα εισήγηση στον τότε Υφυπουργό. Μετά από έγκρισή του εστάλη στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία (στις 4-4-1997) και το Β' Τμήμα του Εθνικού Καταλόγου με 81 περιοχές Natura και 23 SPA s.

Αργότερα προστέθηκαν και ορισμένες ακόμα περιοχές με αποτέλεσμα ο Εθνικός Κατάλογος, έτσι όπως είχε τον Απρίλιο του 1997 να περιλαμβάνει 264 περιοχές (230 SCI και 52 SPA s). Η έκταση που καλύφθηκε από τις περιοχές του Εθνικού Καταλόγου ήταν 26.500.000 στρέμματα με βάση τα προτεινόμενα όρια των περιοχών.

Τον Οκτώβριο του 1999 και με βάση τα αποτελέσματα του Α΄ Βιογεωγραφικού Σεμιναρίου για τη Μεσογειακή Ζώνη, υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρκετές επιπλέον περιοχές και επεκτάθηκαν τα όρια ορισμένων άλλων.

Στην παρούσα φάση έχει οριστικοποιηθεί ο « Εθνικός Κατάλογος » που περιλαμβάνει συνολικά 150 περιοχές SPA και 239 περιοχές PSCI (ορισμένες από αυτές εν όλω ή εν μέρει και περιοχές SPA ). Τα SPA που έχουν κοινοποιηθεί στην Ε.Ε. από την Ελλάδα εντάσσονται αυτόματα βάσει της Οδηγίας των Οικοτόπων στο δίκτυο Natura 2000.

Τα μέτρα προστασίας εντός όλων των προαναφερθέντων περιοχών του δικτύου Natura 2000 λαμβάνονται σε επόμενο στάδιο (μετά την κήρυξη), αν και η υποχρέωση της διαφύλαξης και ο αποκλεισμός εκτέλεσης έργων που θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους τύπους οικοτόπων και στα είδη της Οδηγίας ισχύει από τη στιγμή που καθορίζονται οι περιοχές κοινοτικής σημασίας (Β΄φάση διαδικασίας).

Κι αυτό διότι σύμφωνα με την εφαρμογή των κριτηρίων του Παραρτήματος ΙΙΙ της Οδηγίας, στη Β΄ φάση της διαδικασίας όλοι οι τόποι (περιοχές) των εθνικών καταλόγων, οι οποίοι περιέχουν τύπους οικοτόπων και είδη προτεραιότητας, κατ' αρχήν αξιολογούνται ως προτεινόμενοι Τόποι Κοινοτικής Σημασίας, μέχρι τον οριστικό χαρακτηρισμό τους. Εξαίρεση αποτελούν οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας ( SPA ) οι υποχρεώσεις των κρατών - μελών για τη λήψη μέτρων προστασίας, είναι άμεσες, από τη στιγμή της θεσμοθέτησης των περιοχών. Η πρόσφατη μάλιστα νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, επεκτείνει τις υποχρεώσεις λήψης μέτρων από τα κράτη -μέλη, ακόμη και για τις περιοχές που παρότι δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως SPA , πληρούν τα κριτήρια χαρακτηρισμού τους.

Η Οδηγία των Οικότοπων θέτει αυστηρές διαδικασίες προκειμένου να ελέγχονται οι πιθανές επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης στις περιοχές του δικτύου Natura 2000 (Άρθρο 6), και απαιτεί από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν την αποκατάσταση ή/ και τη διατήρησή τους σε «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης» (Άρθρο 3). Η Οδηγία υποχρεώνει επίσης, τα κράτη μέλη να βελτιώνουν την «οικολογική συνοχή» του δικτύου Natura 2000, εξασφαλίζοντας ότι η χωροταξική πολιτική χρήσεων γης, προστατεύει κάποια κύρια χαρακτηριστικά εντός και εκτός των προστατευόμενων περιοχών, ειδικά στους τόπους όπου λειτουργούν ως διάδρομοι ή ενδιάμεσοι σταθμοί μεταξύ των περιοχών (Άρθρο 10). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το οικολογικό δίκτυο Natura 2000 είναι ένα σημαντικό εργαλείο για να αναχαιτιστεί η απώλεια της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.


Οι Προστατευόμενες Περιοχές και οι Φορείς Διαχείρισης στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η πρώτη προστατευόμενη περιοχή, ο Εθνικός Δρυμός Ολύμπου ιδρύθηκε το 1938, βάσει του νόμου 856/37. Υπήρχαν ωστόσο και κάποια προγενέστερα νομοθετήματα τα οποία όριζαν την προστασία ορισμένων περιοχών, όπως ο νόμος 4273/29 που είχε εισαγάγει το θεσμό των «Προστατευτικών Δασών».

Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της Δασικής Νομοθεσίας θεσπίστηκαν κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών όπως τα «Αισθητικά Δάση», τα «Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης», τα «Καταφύγια Θηραμάτων», οι «Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές» και τα «Εκτροφεία Θηραμάτων». Η συμπλήρωση του νόμου «Περί αρχαιοτήτων» με τον νόμο 1469/50 έδωσε επίσης τη δυνατότητα της κήρυξης ορισμένων περιοχών ως «Τοπίων Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους».

Με το νόμο 2637/98, ο θεσμός των καταφυγίων θηραμάτων άλλαξε φιλοσοφία και οι εν λόγω περιοχές μετονομάστηκαν σε Καταφύγια Άγριας Ζωής. Σκοπός του νόμου αυτού είναι η προστασία των περιοχών που είναι απαραίτητες για τη διάσωση των ειδών της άγριας πανίδας ή της αυτοφυούς χλωρίδας, είτε είναι απαραίτητες για την επιβίωση ενός ή περισσοτέρων ειδών που είναι μοναδικά, σπάνια ή απειλούνται με εξαφάνιση, είτε αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα βιοτόπου.

Καθοριστικός σταθμός στην εξέλιξη της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος στη χώρα μας ήταν ο νόμος - πλαίσιο 1650/86, ο οποίος περιέχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για την «Προστασία της Φύσης και του Τοπίου», όπου και γίνεται αναφορά στην θεσμοθέτηση προστατευόμενων περιοχών.

Οι σημαντικότερες ρυθμίσεις ως προς αυτό το αντικείμενο του νόμου 1650/86 είναι η κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών σε 5 κατηγορίες (περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου, περιοχές οικοανάπτυξης), καθώς και ο καθορισμός ειδικής διαδικασίας κήρυξης και διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών (άρθρα 18, 19, 21, 22).

Το 1999 εκδόθηκε ο νόμος 2742/99 «Χωροταξικός Σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις», ο οποίος ρυθμίζει την διαδικασία ίδρυσης Φορέων Διαχείρισης σε προστατευόμενες περιοχές, καθώς και τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Οι Φορείς Διαχείρισης εξουσιοδοτούνται με διάφορες αρμοδιότητες και ευθύνες που περιλαμβάνουν την εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων και κανονισμών λειτουργίας, παρακολούθηση και εκτίμηση της εφαρμογής των κανονισμών, έλεγχο των παρεμβάσεων στις περιοχές, γνωμοδότηση για την προέγκριση χωροθέτησης και θέσπιση περιβαλλοντικών όρων, εκπόνηση μελετών, εφαρμογή έργων και διεξαγωγή έρευνας, καθώς και ευαισθητοποίηση του κοινού.

Την ίδια χρονιά (1999), εκπονήθηκε μελέτη για τον «Εθνικό Σχεδιασμό για το Φυσικό Περιβάλλον» ( Master Plan ), με στόχο την ενσωμάτωση όλων των δεσμεύσεων για την προστασία της φύσης σε μία ενιαία προσέγγιση. Σύμφωνα λοιπόν με τον Εθνικό Σχεδιασμό για το Φυσικό Περιβάλλον, οι προστατευόμενες περιοχές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Περιοχές του Εθνικού Δικτύου Προστατευόμενων Περιοχών και β) Περιοχές περιφερειακής και τοπικής σημασίας. Με βάση κυρίως γεωγραφικά κριτήρια προτάθηκε η ομαδοποίηση των περιοχών σε 162 ενιαίες Περιοχές Προστασίας (Π.Π.), σύμφωνα με τη χωρική τους συνέχεια ή τη λειτουργική τους συνάφεια.

Το Εθνικό αυτό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών θα αποτελέσει το υπόβαθρο για την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου Εθνικού Συστήματος Διαχείρισης και Διοίκησης. Στο Master Plan προτάθηκε η ίδρυση 40 Φορέων Διαχείρισης οι οποίοι θα καλύπτουν 79 Π.Π. Οι ομάδες των περιοχών οι οποίες θα διαχειρίζονται από κοινό Φορέα θα συμπεριλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου των περιοχών Natura , ενώ για τις υπόλοιπες προτείνεται να διερευνηθεί η δυνατότητα αξιοποίησης των Συμβάσεων Διαχείρισης ή η ένταξή τους σε κάποιον από τους παραπάνω Φορείς (ανάλογα με τη γεωγραφική εγγύτητα).

Το 2002, με το Νόμο 3044 ιδρύονται οι εξής Φορείς Διαχείρισης:

  • Φ.Δ. Δέλτα Έβρου
  • Φ.Δ. Δάσους Δαδιάς
  • Φ.Δ. Λίμνης Κερκίνης
  • Φ.Δ. Λιμ/σας Μεσολογγίου
  • Φ.Δ. Δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα
  • Φ.Δ. Λιμνών Κορώνειας - Βόλβης
  • Φ.Δ. Εθνικού Θαλασσίου Πάρκου Αλοννήσου - Β. Σποράδων
  • Φ.Δ. Δέλτα Νέστου - Βιστωνίδας - Ισμαρίδας
  • Φ.Δ. Όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού
  • Φ.Δ. Λίμνης Παμβώτιδος Ιωαννίνων
  • Φ.Δ. Υγροτόπων Αμβρακικού
  • Φ.Δ. Υγροτόπων Κοτυχίου - Στροφυλιάς
  • Φ.Δ. Εθνικών Δρυμών Βίκου - Αώου και Πίνδου
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Πρεσπών
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Αίνου
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Ολύμπου
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Παρνασού
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας
  • Φ.Δ. Εθνικού Δρυμού Οίτης
  • Φ.Δ. Στενών και εκβολών Καλαμά
  • Φ.Δ. Χελμού - Βουραϊκού
  • Φ.Δ. Οροσειράς Ροδόπης
  • Φ.Δ. Καρπάθου - Σαρίας
  • Φ.Δ. Κάρλας - Μαυροβουνίου - Κεφαλόβρυσου Βελεστίνου

Επίσης υπάρχουν ήδη δύο Φορείς Διαχείρισης (του Εθνικού Θαλασσίου Πάρκου Ζακύνθου και του Εθνικού Πάρκου Σχοινιά) που έχουν ιδρυθεί με Προεδρικά Διατάγματα.

Δεν θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η προσπάθεια της προστασίας της βιολογικής ποικιλότητας δεν τερματίζεται με τη θεσμοθέτηση προστατευόμενων περιοχών, ουσιαστικά τότε αρχίζει! Η κήρυξη είναι μεν ένα απολύτως αναγκαίο βήμα αλλά από μόνη της δεν επαρκεί.

Είναι εξίσου απαραίτητο να εξασφαλιστεί το καθεστώς διαχείρισης, δηλαδή ο προσδιορισμός και η εφαρμογή όλων μέτρων, των ενεργειών και των παρεμβάσεων που χρειάζονται για την αποτελεσματική προστασία, οργάνωση και λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, ώστε να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς της κηρύξεώς τους, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τον εθνικό και χωροταξικό σχεδιασμό.

Η διαχείριση λοιπόν των περιοχών αυτών θα είναι ένα ακόμα πιο φιλόδοξο εγχείρημα που θα αποτελέσει ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε η χώρα μας στον τομέα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.


Μελλοντικές προοπτικές της προστασίας της φύσης

Η ίδρυση του Εθνικού Πάρκου Yellowstone στις Η.Π.Α., το 1872 ήταν η πρώτη προσπάθεια για τη θεσμοθέτηση προστατευόμενων περιοχών σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τότε ως σήμερα, έχουν κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο χιλιάδες προστατευόμενες περιοχές οι οποίες ανάλογα με την εξειδίκευση των στόχων τους και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους υπάγονται σε διάφορες κατηγορίες προστασίας (περιοχές αυστηρής / απόλυτης προστασίας, εθνικά πάρκα, φυσικά πάρκα, μνημεία της φύσης, φυσικά καταφύγια, προστατευόμενα τοπία, κ.λ.π).

Η αρχική θεώρηση του θεσμού των προστατευόμενων περιοχών, θεωρούσε τις περιοχές αυτές ως χώρους «απόλυτης προστασίας» αποκλείοντας έτσι, κάθε ανθρώπινη παρέμβαση. Στην πορεία έγινε φανερό ότι η απομόνωση των προστατευόμενων περιοχών, όχι μόνο δεν εξασφαλίζει τη διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου, αλλά μπορεί να έχει και τα αντίθετα αποτελέσματα. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε σταδιακά στην εγκατάλειψη της ιδέας της απόλυτης προστασίας και στην ανάγκη ενσωμάτωσης της προστατευόμενης περιοχής στον ευρύτερο οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό περίγυρο.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις που διέπουν την προστασία, καλούμαστε να διαχειριστούμε τις προστατευόμενες περιοχές με τρόπο βιώσιμο, που να εξασφαλίζει αφενός την προστασία της φύσης και αφετέρου τη συνέχιση στις περιοχές αυτές των συμβατών με την προστασία ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στις παραδοσιακές ανθρώπινες δραστηριότητες οι όποιες είναι συμβατές με το περιβάλλον και εμπεριέχουν ιστορικές πολιτιστικές και κοινωνικές αξίες.

Προωθείται λοιπόν η «ενεργός διαχείριση» των προστατευόμενων περιοχών για την εξυπηρέτηση όλων των αξιών, λειτουργιών και δραστηριοτήτων που έχουν αυτές οι περιοχές, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται ο πρωταρχικός τους ρόλος στη διατήρηση του φυσικού τους περιβάλλοντος.

Ακόμα όμως και στην αισιόδοξη περίπτωση που πετύχει απολύτως το εγχείρημα του Δικτύου Natura 2000, η βιοποικιλότητα δεν διασφαλίζεται πλήρως. Σ' ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση οι «οικολογικοί παράδεισοι» του Δικτύου Natura 2000 δεν θα επιτελέσουν τον σκοπό τους, εάν οι προστατευόμενες περιοχές γίνουν «οάσεις» της φύσης μέσα στις «ερήμους» των μονοκαλλιεργειών και της μη βιώσιμης ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό άλλωστε η Οδηγία των Οικότοπων δημιουργεί ένα σύστημα για την προστασία της πανίδας και της χλωρίδας και εκτός των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000 (Άρθρα 12 έως 16) και γενικά προωθεί την αειφορική διαχείριση της υπαίθρου, αναγνωρίζοντας τον ρόλο ορισμένων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στην διαχείριση της βιοποικιλότητας.

Το ενδιαφέρον της προστασίας θα πρέπει να συμπεριλάβει και τις «ενδιάμεσες», μη προστατευόμενες, ζώνες ώστε αυτές να γεφυρώνουν και όχι να χωρίζουν τις προστατευόμενες περιοχές. Καθίσταται σαφές ότι οποιαδήποτε οφέλη από τη διαχείριση μιας προστατευόμενης περιοχής θα διαχέονται και στις γύρω περιοχές, χωρίς αποκλεισμούς πολιτών ή κοινωνικών ομάδων.

Ιδιαίτερα μάλιστα στις περιοχές που αναπτύσσονται δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα θα πρέπει να αναγνωριστεί ο καθοριστικός ρόλος της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της δασοκομίας στη διαχείριση των τοπίων και των οικοσυστημάτων καθώς και στη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας.

Η αειφορική κατεύθυνση της γεωργικής παραγωγής θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τη βιολογική γεωργία, αλλά και τη γενικότερη μετάβαση της γεωργίας σε ένα φιλικό προς το περιβάλλον μοντέλο, με μείωση της χρήσης των αγροχημικών, αειφορική χρήση των εδαφικών και υδατικών πόρων κλπ. Για το σκοπό αυτό εξάλλου, έχουν αναπτυχθεί συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία από την Ε.Ε., τα λεγόμενα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα (Κανονισμός 1257/99), που στοχεύουν στην ενίσχυση των τοπικών παραγωγών (γεωργών και κτηνοτρόφων) που υιοθετούν πρακτικές φιλικές προς τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα μέτρα αυτά επιδοτούν ιδιαίτερα τους παραγωγούς που βρίσκονται εντός ή στις παρυφές προστατευόμενων περιοχών.

Αντίστοιχα και η αξιοποίηση των δασών θα πρέπει να κινηθεί με εντατικότερους ρυθμούς προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, με ενίσχυση της χρήσης των αυτοφυών ειδών, αύξηση των δασικών εκτάσεων που τίθενται εκτός παραγωγικής εκμετάλλευσης, διαχείριση του δάσους με στόχους πέραν των οικονομικών αποδόσεων (προστασία της βιολογικής ποικιλότητας και της ποικιλότητας του τοπίου, προστασία των φυσικών πόρων).